Γιατί μας αφορούν οι αλλαγές στα προγράμματα σπουδών;

Δευ, Αυγ 2, 2021
Thumb_Foitites_Allagi_Programma_Spoudon

Η προσαρμογή του περιεχομένου και της διάρθρωσης των  σπουδών, άρα και των αποφοίτων στις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας και εξουσίας, δεν είναι σίγουρα κάτι νέο. Αποτελεί πυλώνα της στρατηγικής της ΕΕ για την Ανώτατη Εκπαίδευση, προωθείται σταθερά μέσα από τις αξιολογήσεις, τις πιστοποιήσεις και τις αλλαγές στα προγράμματα σπουδών. Έχει «παιδέψει» διαχρονικά όλες τις κυβερνήσεις, με αλλεπάλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις, από το νόμο Διαμαντοπούλου, μέχρι το νόμο Γαβρόγλου, τη συζήτηση που ανοίγει σήμερα η κυβέρνηση για νομοσχέδιο που μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνει αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, διπλά πτυχία, πτυχία διπλής ειδίκευσης κ.ά. Τους απασχολεί σταθερά το πώς θα καλύπτουν άμεσα το «χάσμα δεξιοτήτων» όπως το αποκαλούν, δηλαδή πώς πιο άμεσα και αποτελεσματικά θα προσφέρουν στην «αγορά» τους εργαζόμενους που χρειάζεται τη δεδομένη στιγμή και ταυτόχρονα εργατικό δυναμικό που θα είναι ευέλικτο, εύκολα θα επανακαταρτίζεται και θα προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα.

«Ευκαιρία» για τους φοιτητές ή για το κεφάλαιο;

Τα παραπάνω, με δεξιοτεχνία αντιστρέφονται στα μάτια των φοιτητών, προσπαθώντας να τους πείσουν ότι η ικανοποίηση των αναγκών του κεφαλαίου είναι «ευκαιρία» για τους ίδιους. Οι αλλαγές στα προγράμματα σπουδών με στόχο τη στενότερη σύνδεσή τους «με την αγορά», παρουσιάζεται σαν «φάρμακο για πάσα νόσο», ως λύση σε ό,τι προβληματίζει ένα νέο για το μέλλον του. Είναι όμως έτσι;

Η απάντηση στο ερώτημα έχει πολλές πλευρές. Αν θέλουμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα: οι αλλαγές στα προγράμματα σπουδών προσφέρουν την «ευκαιρία» στον φοιτητή να σπουδάσει ολοκληρωμένα το επιστημονικό του αντικείμενο, να καλλιεργήσει τις κλίσεις του, να εμβαθύνει στον τομέα που τον ενδιαφέρει;  Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα.

Φυσικές επιστήμες στο βωμό της άμεσης εμπορικής εκμετάλλευσης

Στο Τμήμα Μαθηματικών του ΕΚΠΑ, εν μέσω πανδημίας και με κλειστές σχολές, επανήλθε η πρόταση για απόσπαση της παιδαγωγικής επάρκειας από το πτυχίο, μέτρο το οποίο προωθούσαν κυβερνήσεις και διοικήσεις σε όλες τις καθηγητικές σχολές. Προσθέτοντας ένα ακόμα εμπόδιο στους φοιτητές που επιθυμούν να εργαστούν ως καθηγητές-παιδαγωγοί και στρώνοντας το έδαφος για τη δημιουργία μιας νέας αγοράς πιστοποιήσεων παιδαγωγικής επάρκειας, φυσικά με το αζημίωτο.

Επιπλέον, γίνεται όλο και πιο εμφανής η ανισομετρία μεταξύ των Τομέων του Τμήματος.  Ανάλογα με το «τι πουλάει» προσανατολίζεται το πρόγραμμα σπουδών, οι προσλήψεις καθηγητών και η διάρθρωση των Τομέων, και όχι με βάση τις ανάγκες ολόπλευρης μόρφωσης και ανάπτυξης του ίδιου του αντικειμένου. Έτσι, ενώ - καλώς- ιδρύθηκαν νέοι Τομείς στο τμήμα με αντικείμενο την Επιχειρησιακή Έρευνα και τη Στατιστική, τα Υπολογιστικά και τα Εφαρμοσμένα Μαθηματικά, ο τομέας των Θεωρητικών Μαθηματικών φυτοζωεί, εξαιτίας των ελλείψεων σε μέλη ΔΕΠ και σύγχρονα συγγράμματα, αποτέλεσμα και της διαχρονικής υποχρηματοδότησης των τμημάτων. Θέτοντας τελικά εμπόδιο στην εξέλιξη της ίδιας της επιστημονικής έρευνας, την παραγωγή νέας γνώσης, αφού η λεγόμενη «εφαρμοσμένη έρευνα» αποκτά προβάδισμα, στο βωμό της άμεσης εκμετάλλευσής της από την αγορά, για την παραγωγή κέρδους.

Κοινωνικές επιστήμεςστην υπηρεσία της «αγοράς»

Τον τελευταίο χρόνο, εξαιτίας της πανδημίας, αναδείχθηκε πληθώρα νέων προκλήσεων, φαινομένων -αλλά και η χρόνια υποτίμηση άλλων- στον τομέα των κοινωνικών επιστημών. Την ίδια ώρα, οι νέοι που αποφοιτούν από αυτές τις σχολές μαστίζονται από την ανεργία, κυριαρχεί η ετεροαπασχόληση, εξαιτίας της πλήρους -σχεδόν- ανυπαρξίας  δημόσιων κοινωνικών δομών, πρόνοιας, μέριμνας και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης στη χώρα μας.

Θα μπορούσε, λοιπόν, εύλογα κανείς να σκεφτεί ότι ανοίγεται πεδίο δόξης λαμπρό για τα πανεπιστήμια και τους νέους επιστήμονες, από τη σκοπιά της ουσιαστικής συμβολής στη μελέτη νέων φαινομένων, έρευνας,  βελτίωσης του επιπέδου ζωής, προστασίας του λαού.

Η πρόσφατη συζήτηση που εκτυλίχθηκε κατά τη δημιουργία Επιτροπής για την «Ανάδειξη του ρόλου και της σημασίας των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών» στο Πανεπιστήμιο Κρήτης είναι αποκαλυπτική. Παρά τα βαρύγδουπα λόγια για τα «μεγάλα παγκόσμια προβλήματα», στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκε η ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των τμημάτων, η προσέλκυση επενδύσεων και σε αυτούς τους τομείς. Αναπόφευκτα, επομένως, οι προτάσεις που διατυπώθηκαν για τη διαμόρφωση νέων προγραμμάτων σπουδών απείχαν έτη φωτός από τα λαϊκά προβλήματα, από την ίδια την ανάγκη εκσυγχρονισμού και οργάνωσης των  σπουδών των φοιτητών. Την ώρα, λοιπόν, που:

  • εξαιτίας της χρόνιας υποχρηματοδότησης και των τεράστιων κενών σε μόνιμο διδακτικό προσωπικό, μαθήματα ξεφυτρώνουν και χάνονται κάθε χρόνο από τα προγράμματα, ανάλογα με το αν υπάρχει ή όχι η απαιτούμενη χρηματοδότηση για την πρόσληψη συμβασιούχων ώστε να τα διδάξουν.
  • στις σχολέςκοινωνικών επιστημών στη χώρα μας δεν υπάρχουν - για παράδειγμα- ερευνητικά εργαστήρια ή ινστιτούτα που να επικεντρώνουν στην επίδραση κοινωνικοοικονομικών παραγόντων στην προαγωγή της υγείας και την εμφάνιση και αντιμετώπιση ασθενειών κ.λπ.

Ο προτάσεις της εν λόγω επιτροπής αφορούσαν προγράμματα σχετικά με «οργάνωση εργασίας, απασχόληση και εργασιακές σχέσεις» συγκυρία που δεν είναι καθόλου τυχαία δεδομένου ότι την ίδια στιγμή η κυβέρνηση πέρασε νόμο για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, με την οποία ο εργαζόμενος σε «συμφωνία» με τον εργοδότη του θα μπορεί να δουλεύει 10 ή 12 ώρες συνεχόμενα, αλλά και πληθώρα ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών με στόχο την προσέλκυση φοιτητικού τουρισμού.

Στο σημερινό πανεπιστήμιο η θέληση των φοιτητών να μορφωθούν, οι φιλοδοξίες, ακόμη και το ταλέντο τους είναι δέσμια του κέρδους, της αστικής εξουσίας. Τι μαθαίνουμε και πώς, αν θα καταφέρει ένας νέος να ακολουθήσει το όνειρό του ή όχι, αν θα καταφέρει να ολοκληρώσει τις σπουδές του, αν το τμήμα του κλείσει ή μετεξελιχθεί στην πορεία, όλα αυτά εξαρτώνται από τα συμφέροντα των λίγων.