Τι βλέπω, φρίκη, τι έρχεται από τη Σμύρνη κάτου - στρατός προσφύγων θλιβερός σέρνων τη δυστυχία του*

*Στιχάκι του, μαθητή τότε, Ν. Καββαδία αντικρίζοντας τους πρόσφυγες το φθινόπωρο του 1922
Τρί, Αυγ 2, 2022
Thumbnail_Istoria_Mikra_asia

Πάνω από εκατομμύριο οι ξεριζωμένοι, εκατοντάδες χιλιάδες οι νεκροί, ανυπολόγιστες οι καταστροφές στον υλικό πολιτισμό. Μια σωστή τραγωδία και όχι άδικα χαρακτηρίστηκε το τέλος της ιμπεριαλιστικής Μικρασιατικής Εκστρατείας τον Αύγουστο του 1922 που φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια. Με αυτό το άρθρο που σίγουρα δεν εξαντλεί το θέμα επιδιώκουμε να ρίξουμε φως στη μεγάλη εικόνα των αιτιών που μετέτρεψαν την περιοχή της Μικράς Ασίας σε πεδίο ανταγωνισμού και τους λαούς της σε θύματα.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, το μοίρασμα της λείας και η Μικρασιατική εκστρατεία

«Έως το 1914 οι ελληνορθόδοξοι Μικρασιατικοί πληθυσμοί δεν διέτρεχαν κάποιον άμεσο κίνδυνο από αντίπαλους εθνικισμούς (…) ή από τις οθωμανικές αρχές», δήλωνε ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Σε αυτά τα λόγια φαίνεται καθαρά η τομή που επέφερε ο Α΄ Παγκόσμιος Ιμπεριαλιστικός Πόλεμος και στα ζητήματα της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Επρόκειτο για τον πρώτο στο είδος του πόλεμο, που ενέπλεκε τόσες χώρες ταυτόχρονα στη δίνη αδυσώπητων ανταγωνισμών και σφοδρότατων αντιθέσεων για τη νομή και την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των αγορών.

Η εδώ και πολλά χρόνια ασθμαίνουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία εντάχθηκε στο πλέγμα της παγκόσμιας πολεμικής αναμέτρησης στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία). Μέσα από αυτό το μπλοκ δυνάμεων η ανερχόμενη αστική τάξη της Τουρκίας θεώρησε ότι θα καλυτέρευε τις θέσεις της.

Από το 1915 με τη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης η Γαλλία, η Βρετανία και η Ρωσία που ήταν οι πυλώνες της Αντάντ -του αντίπαλου στρατοπέδου στον πόλεμο- έθεσαν στο τραπέζι τις αξιώσεις που είχε η καθεμιά στα οθωμανικά εδάφη. Σύντομα στο παιχνίδι μπήκε η Ιταλία που για να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της στην Ανατολική Μεσόγειο δέσμευσε τα εδάφη της νότιας Μικράς Ασίας. Τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις για το ποιος θα εξασφαλίσει ποιο κομμάτι της οθωμανικής επικράτειας εντάθηκαν καθώς εξελισσόταν ο πόλεμος. Σε αυτό το παζάρι η Ελλάδα που έβγαινε κερδισμένη από τους πρόσφατους Βαλκανικούς πολέμους διεκδίκησε τη δική της θέση.

Από τον λεγόμενο Εθνικό Διχασμό στην Ουκρανική εκστρατεία

Όμως η πορεία της Ελλάδας στον Μεγάλο Πόλεμο του 1914 αποδείχθηκε περίπλοκη και χαρακτηρίστηκε από τον έντονο ανταγωνισμό δύο αστικών στρατοπέδων για την πλευρά που θα διάλεγε η χώρα. Η διαμάχη αυτή έμεινε γνωστή ως Εθνικός Διχασμός. Από τη μία ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και η κυβέρνησή του πίστευαν ότι στο πλευρό της Αντάντ η αστική τάξη είχε να λάβει περισσότερα από τον εξελισσόμενο πόλεμο. Αντιθέτως η αντιπολίτευση κι ο βασιλιάς θεωρούσαν ότι η χώρα θα ήταν κερδισμένη από μια φιλική προς τις Κεντρικές Δυνάμεις ουδετερότητα. Μετά από πληθώρα πυκνών γεγονότων που οδήγησαν ακόμα και στο διαμελισμό της χώρας -αφού ο Βενιζέλος μετέφερε την κυβέρνησή του στην Θεσσαλονίκη- και κατόπιν εκβιασμών της Αντάντ, η Ελλάδα μπήκε το 1917 στον πόλεμο. Ο Βενιζέλος και οι πολιτικές δυνάμεις που τον στήριζαν μαζί με μια μεγάλη μερίδα της ελληνικής αστικής τάξης είχαν επίμονα στραμμένο το βλέμμα τους στη Μ. Ασία, αφού ο έλεγχός της θα σήμαινε ουσιαστική ποιοτική αναβάθμιση του ελληνικού κεφαλαίου.

Αυτό εκφράστηκε διαπραγματευτικά τόσο στη διάρκεια του πολέμου όσο και μετά από αυτόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1915 ο Βενιζέλος με υπομνήματά του εισηγήθηκε την παραχώρηση των περιοχών της Καβάλας και της Δράμας στην Βουλγαρία με τα ανάλογα ανταλλάγματα στη Μ. Ασία, κάτι που τελικά δεν συνέβη αφού η Βουλγαρία τάχθηκε υπέρ των Κεντρικών Δυνάμεων.

Μεταπολεμικά λόγω της καθυστερημένης ένταξης της Ελλάδας στην Αντάντ θεωρήθηκε ότι δεν υπάρχουν επαρκή διαπραγματευτικά χαρτιά στα τραπέζια των μεγάλων παζαριών. Οι επιπλέον θυσίες που αναζητήθηκαν ως σχετικό αντιστάθμισμα βρέθηκαν στη στρατιωτική συνδρομή της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική επέμβαση 14 χωρών της Ευρώπης ενάντια στην Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.  Έτσι στις 20 Γενάρη του 1919 τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Οδησσό. Στις 15 Μάη του ίδιου έτους ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονταν και στη Σμύρνη.

Αλλαγές στις διεθνείς συμμαχίες και το τέλος της εκστρατείας

Στο συμμαχικό συμβούλιο του Απρίλη του 1920 αποφασίστηκε να καταστεί ο ελληνικός στρατός η αιχμή του δόρατος στον επικείμενο ιμπεριαλιστικό διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γεγονός που είχε το δικό του τίμημα αφού μετέτρεψε τον πόλεμο σε καθαρά ελληνοτουρκικό αφήνοντας εκτεθειμένες και απροστάτευτες τις μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένου του ποντιακού Ελληνισμού.

Η Συνθήκη των Σεβρών που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 1920 και που ευνοούσε τις ελληνικές θέσεις τέθηκε σύντομα υπό αμφισβήτηση λόγω της νέας κατάστασης. Πρώτα η Ιταλία και ακολούθως η Γαλλία προσέγγισαν τους Τούρκους και υπέγραψαν συμφωνίες μαζί τους για την απόσυρση των στρατευμάτων τους. Με πιο αργά βήματα αλλά σταθερά η Βρετανία αναπροσάρμοζε τη στρατηγική της για την Ανατολική Μεσόγειο ευνοώντας μια ισχυρή Τουρκία, ως ανάχωμα μεταξύ άλλων και στη νεαρή Σοβιετική Ένωση. Κι ενώ το διπλωματικό κλίμα είχε αλλάξει υπέρ της Τουρκίας το 1921, η ανασυγκρότηση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων σύντομα θα άλλαζε και τους στρατιωτικούς συσχετισμούς στο πεδίο της μάχης.  

Έτσι κι ενώ είχε γίνει φανερό ότι ο ελληνικός στρατός δεν μπορεί να ελέγξει το μέτωπο, ο Κεμάλ ξεκίνησε τη σαρωτική αντεπίθεση του το καλοκαίρι του 1922. Στις 27 Αυγούστου(9 Σεπτέμβρη) ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Είναι γνωστό ότι τις επόμενες ημέρες η Σμύρνη παραδόθηκε στις φλόγες. Η ιστορία έχει επίσης καταγράψει τη βάρβαρη απομάκρυνση όσων προσπαθούσαν να σωθούν ανεβαίνοντας στα ευρωπαϊκά πλοία.

Την καταστροφή ακολούθησε μια γιγάντια ανταλλαγή πληθυσμών κατά την οποία σχεδόν 1.500.000 άνθρωποι ξεριζώθηκαν βίαια από τα ιστορικά εδάφη διαμονής τους, μια ακόμη μοναδική επιτυχία του ιμπεριαλισμού για την επίλυση διακρατικών διαφορών.

Το ΣΕΚΕ

Το βάπτισμα του πυρός στην ιδεολογική διαπάλη με την αστική τάξη για το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα ήρθε με τη συνδρομή της χώρας στις αντεπαναστατικές δυνάμεις της Ουκρανίας, όταν το ΣΕΚΕ αποφασιστικά χάλασε τη σούπα της εθνικής ενότητας που καλλιεργούσε η αστική τάξη με τη συμμετοχή σε αυτό το έγκλημα.

Το ΣΕΚΕ στο 2ο Συνέδριο του Απρίλη του 1920, όπου και πρόσθεσε τον προσδιορισμό «Κομμουνιστικό» στον τίτλο του, συνέδεσε στα ντοκουμέντα του κάθε πολεμική σύγκρουση με τα συμφέροντα της άρχουσας αστικής τάξης. Λογική συνέπεια αυτού ήταν να κυκλοφορήσει μια προκήρυξη ένα σχεδόν μήνα μετά το Συνέδριο στην οποία καταγγελλόταν ανοιχτά η Μικρασιατική εκστρατεία με τα εξής λόγια: «Η αστική μας τάξις καλεί σήμερα το λαό να ευχαρίστηση τας συμμάχους της, τις αστικές και ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις της Αντάντ, για τη βοήθεια που της έδωκαν να επεκτείνει την εκμετάλλευσιν της, με το αίμα μας, με το αίμα των χιλιάδων νεκρών της τάξεώς μας. (...)»

Το ΣΕΚΕ (Κ) προσπάθησε να οργανώσει την εργατική-λαϊκή πάλη στα μετόπισθεν και ταυτόχρονα ξεχώρισε στο μέτωπο όπου οι μικρές οργανώσεις των κομμουνιστών με φόβο για την ίδια τους τη ζωή διακήρυτταν την ανάγκη της μετατροπής του πολέμου σε ταξική αναμέτρηση για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας. Για την πρωτοπόρα αυτή δουλειά εντός κι εκτός μετώπου το ΣΕΚΕ (Κ) αν και είχε μικρή δύναμη διώχθηκε λυσσαλέα από την αστική τάξη.

Στη δεύτερη φάση της Μικρασιατικής Εκστρατείας που ξεκινά από τις εκλογές του Νοέμβρη του 1920 και φθάνει ως την ήττα του ελληνικού στρατού στο μέτωπο η εργατική-λαϊκή αντίσταση εντάθηκε μπροστά σε ένα πόλεμο που δεν σταματούσε και σε μια σειρά προβλήματα που διογκώνονταν. Παράλληλα με τους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες της εργατικής τάξης και του λαού αυξήθηκαν οι λιποταξίες από το στράτευμα, ενώ η δράση των κομμουνιστών στο μέτωπο έβρισκε απήχηση σε όλο και περισσότερους στρατευμένους. Ήταν φανερά τα σημάδια αποσταθεροποίησης της ελληνικής αστικής εξουσίας.

Ωστόσο, υπό το βάρος της ιδεολογικής-πολιτικής ανωριμότητας του νεαρού κόμματος, της εκτεταμένης κρατικής καταστολής και της υποχώρησης της επαναστατικής θύελλας που είχε ξεσηκώσει η Οκτωβριανή Επανάσταση, στο εσωτερικό του ΣΕΚΕ (Κ) επικράτησαν οι ρεφορμιστικές δυνάμεις. Έτσι, υιοθέτησε πασιφιστικά συνθήματα περί αποστράτευσης και δεν κατάφερε να αξιοποιήσει τα σημάδια αποσταθεροποίησης της καπιταλιστικής εξουσίας, δίνοντας ώθηση στην πάλη του λαού και βαθαίνοντας τον κλονισμό της αστικής εξουσίας, που ιδιαίτερα μετά την ήττα και τις ορδές των εξαθλιωμένων προσφύγων μεγάλωσε.

Ο λαός πρωταγωνιστής με το Κόμμα του μπορεί να κερδίσει!

Ένα από τα κρισιμότερα συμπεράσματα που διατηρεί τη διαχρονικότητα του, 100 χρόνια μετά την ιμπεριαλιστική εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 είναι ότι οι λαοί δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα με τους εκμεταλλευτές τους, και γι’ αυτό δεν μπορούν να εμπιστεύονται τις αστικές κυβερνήσεις και τις συμμαχίες τους, οι οποίες είτε βρίσκονται στην επίθεση είτε στην άμυνα, προασπίζονται τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Η καταστροφή ήταν τραύμα για την μεγάλη πλειοψηφία γηγενών και προσφύγων που πλήρωσαν τη Μεγάλη Ιδέα με νεκρούς, με ξεριζωμό και φτώχεια. Δίκαιος αγώνας είναι ο αγώνας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της ενάντια στην ξενική επέμβαση και Κατοχή, όταν δεν υποτάσσεται στην αστική τάξη και τους διεθνείς συμμάχους της που προστατεύουν τη δική τους «πατρίδα», δηλαδή την ιδιοκτησία τους στα μέσα παραγωγής. Πάνω απ’ όλα δίκαιος είναι ο αγώνας που διεξάγουν οι εργατικές-λαϊκές δυνάμεις για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, που γεννά την ταξική τους εκμετάλλευση και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.

Ψάξ’το παραπάνω…

Το κείμενο είναι βασισμένο στη νέα έκδοση του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ: 1922. Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή.