Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο

Δευ, Μαρ 13, 2023
Thumb_Politismos_Ouden_Neoteron_apo_to_dytiko_metopo

«Όμως μετά το μέτωπο, κάποια μέρα ό,τι έζησες θα ξυπνήσει… Οι σκοτωμένοι σύντροφοι θα ζωντανέψουν και θα βαδίσουμε μαζί. Αλλά ενάντια σε ποιον;»

Ένα βιβλίο του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (πραγματικό όνομα Έριχ Πάουλ Ρεμάρκ), μια ταινία του 1930 από το Hollywood, βασισμένη στο βιβλίο, που έχει πάρει ήδη Oscar, και μια αντίστοιχη γερμανική παραγωγή στο Netflix, που διεκδικεί 9 βραβεία στον φετινό διαγωνισμό. Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε «συνδέσεις», συγκρίσεις και  μερικές επισημάνσεις.

Η ταινία του 1930 και η ταινία του Netflix

Όταν προβαλλόταν η ταινία του σκηνοθέτη Λιούις Μάιλστοουν στη Γερμανία του ΄30, ο Γκέμπελς έστελνε στις κινηματογραφικές αίθουσες τραμπούκους που αμολούσαν πεινασμένα τρωκτικά, με αποτέλεσμα οι θεατές να αποχωρούν κατατρομαγμένοι. Οι ναζί απαγόρευσαν και έκαψαν το βιβλίο του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, ένα αντιπολεμικό έπος για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ το 1943 αποκεφάλισαν την αδερφή του.

Σχεδόν 100 χρόνια μετά, η ταινία του Έντουαρντ Μπέργκερ, βασισμένη και αυτή στο ομώνυμο βιβλίο, αποτελεί την γερμανική πρόταση για τα φετινά Oscar. Γυρίστηκε έναν χρόνο πριν την «τυπική» έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και ξεκίνησε να προβάλλεται, ενώ είχε γίνει η ρωσική εισβολή. Η ταινία δεν προσφέρεται για ΝΑΤΟική προπαγάνδα. Το πολιτικό της «στίγμα», πέρα από την αδιαμφισβήτητα αντιπολεμική «κραυγή» της, μέσα και από την εισαγωγή αφηγηματικών στοιχείων, που δεν υπήρχαν στο βιβλίο, επικεντρώνεται στο να καταγράψει διαφορετικές προσεγγίσεις στο ζήτημα του πολέμου, που υπήρχαν ανάμεσα σε κυρίαρχους «κύκλους» της Γερμανίας στα τέλη του 1917, με το βλέμμα του σκηνοθέτη στραμμένο στο σήμερα.

Το βιβλίο 

Γράφτηκε το 1929 και είναι βιωματικό. Ο Ρεμάρκ πολέμησε στο Δυτικό Μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Στο βιβλίο, η περιγραφή της φρίκης του πολέμου και των επιπτώσεών του στους στρατιώτες είναι καθηλωτική. Ο άνθρωπος «απογυμνώνεται» συναισθηματικά. Στο μέτωπο «συνηθίζεις» τον θάνατο και αυτό με έναν παράδοξο τρόπο αποτελεί ακριβώς μια «άμυνα» της ζωής. Οι «πρωταγωνιστές» της ιστορίας είναι στην πλειοψηφία τους παιδιά 20 χρονών. Άνθρωποι στο κατώφλι της ύπαρξης τους. Δεν έχουν αναμνήσεις από το ποια είναι η ομορφιά του κόσμου. Από τα πρόσωπα όμορφων γυναικών, από τη δουλειά και το μέρος που έζησαν. Όλα αναγκάζονται να τα «ονειρευτούν» μέσα σε ένα περιβάλλον που βλέπεις τη σάρκα να λιώνει. Όλα, με τον τρόπο τους, υποδηλώνουν μια φύση που βασανίζεται. Δεν υπάρχει, σχεδόν ποτέ, κάτι όμορφο. Η αποφορά των πεθαμένων που είναι ανακατωμένη με τη σήψη και το χλωροφόρμιο τούς γεμίζει όλους με αναγούλα. 

Όμως στο «Μέτωπο» δεν περιγράφεται απλώς η φρίκη. Δεν σμπαραλιάζεται μόνο η προσωπικότητα, αλλά και η «ιδέα» πως οι λαοί έχουν κάτι να χωρίσουν μεταξύ τους. Ειρωνεύονται, λογομαχούν και «περιποιούνται» αξιωματικούς και διάφορους ρήτορες που τους οδηγούν στον θάνατο και μετά τους παρασημοφορούν με τον «Σιδηρούν Σταυρό». Προβληματίζονται για το αν «υπάρχει πατρίδα χωρίς κράτος» και ποια θα μπορούσε να είναι. Γνωρίζουν ότι οι εργοστασιάρχες συνεχίζουν να πλουτίζουν, ενώ οι ίδιοι και οι δικοί τους, οι φτωχοί στα μετόπισθεν, αργοπεθαίνουν. 

Σε συγκλονίζει το πώς «ριζώνει» η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη. Όταν ακούς τις φωνές των συντρόφων σου, δεν είσαι απλά ένα κομμάτι ζωής που τρέμει ξεμοναχιασμένο μέσα στο σκότος. Κάπου-κάπου υπάρχουν τελικά αχτίδες φωτός που γίνονται ξαφνικά φλόγα μεγάλων πόθων. Όλα αυτά, που κάνουν τελικά τον Πάουλ να σκέφτεται: «Όμως μετά το μέτωπο, κάποια μέρα ό,τι έζησες θα ξυπνήσει και τότε θα εξηγηθούμε καλά με τη ζωή ή τον θάνατο. Οι σκοτωμένοι σύντροφοι θα ζωντανέψουν και θα βαδίσουν μαζί, θα βαδίσουμε μαζί, αλλά ενάντια σε ποιον»;

Το βιβλίο κλείνει με μια «διαπίστωση». Ο Πάουλ (στην πραγματικότητα ο συγγραφέας) λέει: «Όλοι μιλάνε για ειρήνη και ανακωχή, όλοι περιμένουν. Αν γελαστούν αυτό θα είναι καταστροφή. Οι ελπίδες είναι πολύ δυνατές, δεν μπορείς να τις διώξεις χωρίς να πάθουν έκρηξη. Αν δε γίνει ειρήνη θα γίνει επανάσταση». Το τέλος του δεν έχει τίποτα «ηρωικό». Αποτυπώνει «απλά» την αξία της ζωής όταν οι λαοί γίνονται κρέας για τα κανόνια των ισχυρών. Έτσι, λοιπόν, και ενώ το επίσημο ανακοινωθέν της ημέρας έλεγε «Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον»… ο Πάουλ, βρέθηκε νεκρός, ξαπλωμένος στη γη.

Η σοσιαλδημοκρατία ως… «προσθήκη» της νέας ταινίας

Η «νέα» ταινία έχει εκπληκτική μουσική και φωτογραφία. Καταφέρνει, για ορισμένα στοιχεία, με τη δύναμη της εικόνας και την πολύ καλή σκηνοθεσία να γίνει ακόμα πιο επιδραστική. Σε σχέση με το βιβλίο, στην ταινία αποτυπώνεται πιο γλαφυρά η αντίθεση της ζωής των στρατιωτών σε σχέση με τους στρατηγούς και τους αστούς πολιτικούς. 

Ας περάσουμε, όμως, και σε δύο επισημάνσεις που θέλουμε να κάνουμε με αφορμή την ταινία, χωρίς να αναφέρουμε πολλές λεπτομέρειες. Πρώτον, οι ιμπεριαλιστικές συμφωνίες «ειρήνευσης», οι όροι που περιέχουν, αντικειμενικά προετοιμάζουν την επόμενη σύγκρουση. Όχι γιατί στις διαπραγματεύσεις υπάρχουν στρατηγοί που διακατέχονται από μιλιταρισμό και αίσθημα εθνικής υπεροχής, αλλά γιατί αυτό επιβάλλει ο αδυσώπητος και ασίγαστος ανταγωνισμός ανάμεσα στις αστικές τάξεις που οδηγεί και στην πολεμική σύγκρουση. Δεύτερον,  προφανώς, ειδικά σε «κρίσιμες» στιγμές, υπάρχουν σφοδρές αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης, τις πολιτικές δυνάμεις κάθε χώρας. Όμως, αυτές δεν έχουν καμία σχέση με τα εργατικά-λαϊκά συμφέροντα, με τον πόθο τους να ζουν ειρηνικά. Στην ταινία, σε μια συζήτηση για τους όρους παράδοσης της Γερμανίας στη Γαλλία, ένας «κυνικός» Γερμανός σοσιαλδημοκράτης λέει σε έναν άλλο περισσότερο «ειρηνικό» (υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο) «χωρίς τρένα και εφόδια οι μπολσεβίκοι θα νικήσουν». 

Η Ιστορία «έγραψε» πως οι ιμπεριαλιστικές συμφωνίες δεν απέτρεψαν την εκδήλωση του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η σοσιαλδημοκρατία της Γερμανίας έσφαξε τους επαναστάτες το 1918 και συνέβαλε ποικιλοτρόπως στην άνοδο του ναζισμού στην εξουσία. 

Σε κάθε περίπτωση, η ταινία είναι αρκετά καλή. Προσφέρεται για σχολιασμό και συζήτηση. Μπορεί να σε παρακινήσει να διαβάσεις ιστορία (για παράδειγμα το «Ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος και η προϊστορία του» από τις εκδόσεις της «Σύγχρονης Εποχής» σίγουρα ενδείκνυται…) ή και το ίδιο το βιβλίο του Ρεμάρκ, που καλώς ή κακώς, καμία ταινία δεν μπορεί να «συγκριθεί» μαζί του.