Ο "Οδηγητής" αποχαιρετά τον Μίκη Θεοδωράκη: "Όλη μου τη ζωή τη μοίρασα σε αγώνες και σε μουσική"
Τετ, Σεπ 8, 2021
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε το 1925 στη Χίο, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Τα γεγονότα της ζωής του ήταν συνταρακτικά. Είχε αναφέρει χαρακτηριστικά στην εκδήλωση που πραγματοποίησε το ΚΚΕ το 2015 για να τον τιμήσει: «Βρίσκομαι σήμερα εδώ μπροστά σας με μεγάλη συγκίνηση, γιατί τα πιο δυνατά και όμορφα χρόνια μου τα έζησα στις γραμμές του ΚΚΕ. Εθνική Αντίσταση, Εμφύλιος Πόλεμος, οι διώξεις που ακολούθησαν την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, η βαθιά παρανομία με την ένοπλη προσπάθεια το 1944 μέσα στην Αθήνα, που πνίγηκε στο αίμα, η Ικαρία και η Μακρόνησος, η αναγεννητική προσπάθεια μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες. Η παράνομη δράση με την ίδρυση του Πατριωτικού Μετώπου, δέκα μέρες μετά την επικράτηση της χούντας. Αργότερα, υποψήφιος δήμαρχος του ΚΚΕ στην Αθήνα και τέλος η εκλογή μου ως βουλευτής του Κόμματος το 1981 και 1985».
Τα χρόνια της Κατοχής, ο Δεκέμβρης και η Μακρόνησος
Στα χρόνια της Κατοχής παλεύει οργανωμένα μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. «Όλα άρχισαν και όλα κυριεύτηκαν τη μέρα που κατακτήσαμε την αξιοπρέπειά μας, την τιμή μας και την ανθρωπιά μας, αντιτάσσοντας στον νόμο της ζούγκλας των Ναζί τη δύναμη των όπλων μας. Εκείνη τη στιγμή που πρωταγγίξαμε ο καθένας μας το όπλο του και ξεκινάγαμε σ’ έναν αγώνα ζωής και θανάτου...». Παίρνει μέρος στις μάχες του Δεκέμβρη του ‘44 μέσα από τις γραμμές του 1ου Λόχου του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ. Οι μέρες του Δεκέμβρη, αυτής της σκληρής ταξικής αναμέτρησης τον σημαδεύουν τόσο, που θα ομολογήσει πολλά χρόνια αργότερα: «Εάν υπήρχε επιτύμβιο επίγραμμα - κατά το αισχύλειο- που θα επιθυμούσα να χαραχτεί στον τάφο μου, θα ήταν: Πολέμησε τον Δεκέμβρη».
Τον Ιούλιο του 1947 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Ικαρία και τον χειμώνα του 1949 στη Μακρόνησο, όπου βασανίζεται φρικτά. Εκεί είναι, που σύμφωνα με τον ίδιο, έσπασε το «εγώ» κι έγινε τελεσίδικα «εμείς».
Ασταμάτητη δημιουργία, μέσα σε δυσκολίες και αγώνες
Μετά τη Μακρόνησο εγκαθίσταται σε ένα χωριό στην Κρήτη και στη συνέχεια πηγαίνει στην Αθήνα. Κάθε βδομάδα έπρεπε να παρουσιάζεται στην Ασφάλεια. Εκείνη την περίοδο πήρε και το πτυχίο του στο Ωδείο. Οι πόρτες όμως είναι κλειστές. Το 1954 με υποτροφία εγκαθίσταται στο Παρίσι. Συνεχίζει το συμφωνικό του έργο και γράφει μερικά από τα σπουδαιότερα συμφωνικά του έργα. Εκείνη την περίοδο παντρεύεται τη Μυρτώ Αλτίνογλου και μαζί αποκτούν δυο παιδιά, τη Μαργαρίτα και τον Γιώργο.
Η δεκαετία του 1960 είναι από τις πιο δημιουργικές στη μουσική διαδρομή του συνθέτη. Με τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών που είχε ιδρύσει, επιδίωξε να απλώσει τη μουσική του μέσα στους βουερούς δρόμους, στα πανεπιστήμια και στις συνοικίες, στην επαρχία και μέσα στις συζητήσεις. «Δεν υπάρχει καιρός! Καλλιτέχνες και κοινό πρέπει γρήγορα να πιαστούν χέρι χέρι και ν’ ανέβουν μαζί στην κορυφή του λόφου, για να δουν αυτό που κρύβεται από την άλλη μεριά!». Το 1963 δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη ο βουλευτής της ΕΔΑ, Γρηγόρης Λαμπράκης. Ο Θεοδωράκης αναλαμβάνει Γραμματέας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και εκλέγεται στο κοινοβούλιο.
Με την επιβολή της δικτατορίας ο Μίκης Θεοδωράκης περνά στην παρανομία, όπως και η μουσική του. Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και εξορίζεται. Το 1970 φυγαδεύεται στο Παρίσι από όπου ξεκινά τον αγώνα κατά της χούντας. Παρουσιάζει τα έργα που είχε συνθέσει κατά το διάστημα της παρανομίας, της φυλακής και της εξορίας σε αμέτρητες συναυλίες σε όλο τον κόσμο, αφιερωμένες στον αντιδικτατορικό αγώνα.
Έκανε την ευαισθησία, ευθύνη και ήρθε «μέσα» στον λαό
Με την πτώση της δικτατορίας, η μουσική του Μίκη ακούγεται παντού, στις μεγάλες συγκεντρώσεις του λαού και της νεολαίας και στα μεγάλα στάδια. Τα επόμενα χρόνια, ο Μίκης συνεχίζει να δημιουργεί και να παίρνει ξεκάθαρη θέση μπροστά σε γεγονότα του καιρού μας. Αξίζει να αναφέρουμε τη δήλωση που είχε κάνει ενάντια στο αντικομμουνιστικό μνημόνιο το 2005: «Το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε να αλλάξει την Ιστορία. Να τη διαστρεβλώσει εξισώνοντας τα θύματα με τους θύτες. Τους εγκληματίες με τους ήρωες (…). Στο όνομα, λοιπόν, των νεκρών συντρόφων μου κομμουνιστών, αυτών που πέρασαν από την Γκεστάπο, τα στρατόπεδα θανάτου και τους τόπους των εκτελέσεων για να εξοντωθεί ο ναζισμός και να θριαμβεύσει η λευτεριά, έχω να απευθύνω στους «κυρίους» αυτούς μόνο μια λέξη: ΝΤΡΟΠΗ!».
Σε όσους του έλεγαν να κάτσει «ήσυχος» γιατί να διαφυλάξει το ταλέντο του και την καριέρα του εκείνος απαντούσε: «Είναι οι αγώνες και η μουσική τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα. Φαίνεται πως το ταλέντο μου, σαν μια παράξενη μπαταρία, εκεί μέσα γεμίζει. Μέσα στη ζεστασιά της χειραψίας, μέσα στο αετίσιο βλέμμα του συναγωνιστή, μέσα στις ιαχές των συλλαλητηρίων και στη βοή της μάχης... Όμως το ταλέντο δεν έρχεται μόνο του. Για να φυτρώσει, του πρέπει στρώμα παχύ ευαισθησίας. Αυτό σημαίνει πως ο αληθινός καλλιτέχνης δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος όταν γύρω του οι άλλοι βογκούν, ταπεινώνονται, πεινούν, τσακίζονται... Τότε η ευαισθησία αυτή γίνεται ευθύνη και φέρνει τον καλλιτέχνη μέσα στον λαό».