Βιβλιοπρόταση "Τα καπνά":Μια διδακτική ιστορία επαναστατικής πάλης σε περίοδο πολέμου
Το αριστούργημα του Ντιμιτάρ Ντίμοφ, μας ταξιδεύει στη Βουλγαρία στις αρχές του 20ου αιώνα και το προτείνουμε ανεπιφύλακτα στους αναγνώστες του “Οδηγητή”. Το μυθιστόρημα πραγματικά γοητεύει με τον τρόπο που αποτυπώνει τη διαρκή αναμέτρηση των εργατών με τους καπιταλιστές, τη μεταβολή του συσχετισμού δύναμης σε μια περίοδο που όλα αλλάζουν, καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ετοιμάζεται και ξεσπά.
Παρ, Ιουλ 18, 2025
Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Βλέπουμε τη στυγνή εκμετάλλευση τόσο των εργατών στα εργοστάσια επεξεργασίας και συσκευασίας καπνού όσο και των φτωχών αγροτών. Οι περιγραφές δεν προκαλούν οίκτο, αλλά ταξικό μίσος για τους εκμεταλλευτές και υπερηφάνεια για τη μεγάλη δύναμη της εργατικής τάξης.
«Οι εργάτες ήταν καθηλωμένοι στους πάγκους και καταϊδρωμένοι από την κούραση, από τη ζέστη και από τον αποπνικτικό αέρα του καλοκαιριού. (...) Μέσα όμως στην κουρασμένη και την εκνευρισμένη αυτή μάζα των καταπιεσμένων ανθρώπων, που φαινομενικά ήταν διαιρεμένοι, υπήρχε στην ουσία μία σπάνια ομοφωνία. Η αλληλεγγύη αυτών των ανθρώπων εκδηλωνόταν ακόμα πιο πολύ τις μέρες των απεργιών, είτε τους μήνες της πείνας το χειμώνα με την ανεργία. Τότε μέσα από την αγένεια, την οργή και τη δυστροπία τους, αναδυόταν η ανθρώπινη ζεστασιά, η συμπόνια κι η αλληλοβοήθεια. Όμως ούτε οι εργοδότες, ούτε οι υπηρέτες τους δεν το υποψιάζονταν αυτό».
Στο έργο, αποτυπώνεται με πληρότητα η κυριαρχία των μονοπωλίων στην παραγωγή, οι μεγάλοι ανταγωνισμοί μεταξύ των επιχειρηματικών ομίλων, οι επιπτώσεις τους στην ένταση της εκμετάλλευσης των εργατών, η διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στη Βουλγαρία στη διάρκεια της πολεμικής προετοιμασίας πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποτυπώνεται το κουβάρι των νημάτων που αναπτύσσουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι με το αστικό πολιτικό σύστημα, τις κυβερνήσεις, τον εργοδοτικό συνδικαλισμό που υπηρετούν την εξουσία τους.
«Πάλι οι εταιρίες! Όλα περιστρέφονταν γύρω από τις εταιρίες, σα να μην είχαν σημασία η ζωή και η τιμή των ανθρώπων, θαρρείς και το κράτος ήταν οι εταιρίες! (…) Υπήρχε κάποια οργάνωση των πολύ πλούσιων ανθρώπων (…) Που δεν είχε οίκτο και δε σταματούσε μπροστά σε κανένα μέσο για να φρουρήσει την εξουσία και τη ληστρική της τακτική (…) Οι μεγιστάνες του καπνού ζούσαν σε πραγματικά μικρά παλάτια, γυρνούσαν με τις λιμουζίνες τους …ενώ οι εργάτες αφανίζονταν στην ανομία, στην ανέχεια και τις αρρώστιες. (...) Ήταν πασίγνωστο ότι οι έμποροι, οι τραπεζίτες, οι βιομήχανοι, οι υπουργοί και οι στρατηγοί αλληλοϋποστηρίζονταν, ότι η μαφία τους σαν ένα τεράστιο χταπόδι με χιλιάδες ευκίνητα και γερά πλοκάμια είχε αγκαλιάσει τώρα ολόκληρο τον λαό και για να μεγαλώσει τα κέρδη της, τον έσπρωχνε στους Γερμανούς, από τους οποίους …δεν μπορούσαν να περιμένουν κανένα καλό»
Οι πρωταγωνιστές του έργου είναι εκπρόσωποι - σύμβολα της τάξης τους: ο εύπορος καπνοβιομήχανος Μπόρις, οι κομμουνιστές εργάτες Λίλα και Πάβελ. Παρακολουθούμε με αγωνία μέσα από τα μάτια των συντρόφων την πολύχρονη προσπάθειά τους να αναπτύξουν δεσμούς με τους υπόλοιπους εργάτες, να προετοιμάσουν μαζική απεργία κρατώντας μέτρα περιφρούρησης και επαγρύπνησης, προσέχοντας τις κινήσεις της εργοδοσίας και των χαφιέδων της. Ζούμε μαζί τους την αγωνία για τη σωστή καθοδήγηση της απεργίας, τη σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής. Νιώθουμε το βάρος από τις απαιτήσεις της καθοδήγησης της ταξικής πάλης, την εναλλαγή της νόμιμης με την παράνομη δουλειά. Ανεβαίνουμε μαζί τους τις ανηφόρες και τις κατηφόρες της ταξικής πάλης, μέχρι το φούντωμα του ένοπλου αντάρτικου στα βουνά της Βουλγαρίας ενάντια στην αστική τους τάξη και τη φασιστική βουλγαρική κυβέρνηση.
Το έργο αποτυπώνει τον θρίαμβο της ψυχικής δύναμης των κομμουνιστών που μπορούν να ξεπεράσουν κάθε όριο αντοχής και αυταπάρνησης για να τσακιστεί ο σάπιος κόσμος της εκμετάλλευσης. Αποτελεί μια ρεαλιστική αποτύπωση των δυσκολιών του αγώνα, χωρίς εξιδανικεύσεις. Βλέπουμε στις καμπές της ταξικής πάλης πολλοί αγωνιστές να δοκιμάζονται, να έχουν “δεύτερες σκέψεις”, άλλοι να υποχωρούν, άλλοι να αναδεικνύονται σε λαϊκούς ηγέτες. Η στάση τους δοκιμάζεται ακόμα περισσότερο σε συνθήκες έντονων ταξικών συγκρούσεων, καταστολής, προσπάθειας εξαγοράς από την εργοδοσία, προσωπικών και ερωτικών συγκρούσεων.
Γυναίκες πρωταγωνίστριες στον επαναστατικό αγώνα
Διάχυτοι στο έργο είναι γυναικείοι χαρακτήρες που ανήκουν και στα δύο στρατόπεδα. Βλέπουμε κάποιες γυναίκες να κάνουν βήμα – βήμα εκπτώσεις στις αξίες και τα ιδανικά τους, να συμβιβάζονται σε μια ζωή πρόσκαιρων απολαύσεων που αποδεικνύεται τελικά ανούσια. Παρατηρούμε πώς η απληστία και οι σάπιες αξίες της αστικής τάξης δηλητηριάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις, εκφυλίζουν το πιο δυνατό ανθρώπινο συναίσθημα, την αγάπη σε ένα ακόμα εμπόρευμα, σε αγοραίο έρωτα. Στον αντίποδα, αναδεικνύεται το πρότυπο της γυναίκας κομμουνίστριας, όχι επειδή είναι τέλεια, αλλά επειδή παρά τις δυσκολίες, στις κρίσιμες καμπές πάντα βρίσκεται “στη σωστή πλευρά”, στον αγώνα για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτή η “πυξίδα” είναι που της δίνει την ηθική υπεροχή που ακτινοβολεί σε όλο το έργο. Αυτή η προσωπικότητα της γυναίκας πρωταγωνίστριας της ζωής “χτίζεται” μέσα στην οργανωμένη ζωή, με στήριγμα το ΚΚ που έχει την ικανότητα να διαπαιδαγωγεί τέτοιες αγωνίστριες.
Η μαχητική δράση πριν και στη διάρκεια του πολέμου “χτίζει” την αλλαγή του ταξικού συσχετισμού δύναμης
Η μεγάλη χρονολογική περίοδος που καλύπτει η ιστορία (δεκαετία 1930-1940) αποτυπώνει τη δράση των κομμουνιστών σε συνθήκες διαφορετικού συσχετισμού δυνάμεων, γεγονός που δίνει στο μυθιστόρημα μια συναρπαστική καλπάζουσα δυναμική: Μαγνητίζει τον αναγνώστη η ακούραστη δράση του ΚΚ Βουλγαρίας σε συνθήκες πολύ αρνητικού συσχετισμού δύναμης. Η κυβέρνηση της Βουλγαρίας το 1941 συμμαχεί με τη ναζιστική Γερμανία και ξεκινάει η βουλγαρική κατοχή της Βόρειας Ελλάδας. Τι γίνεται όμως στα “μετόπισθεν”;
Μέσα από το έργο αναδεικνύεται ο καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος, που αποτελεί τον πραγματικό πρωταγωνιστή του έργου. Βλέπουμε τον μαζικό λαϊκό ηρωισμό που μπορεί να αναπτυχθεί ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες: στις απεργίες, στις μάχες των ανταρτών, στις μάχες για την απελευθέρωση της Καβάλας τις μέρες του 1944, στην εξέγερση μέσα στον βουλγαρικό στρατό που καθαιρεί τους φασίστες διοικητές και τοποθετεί κομμουνιστές, στη συνεργασία των βούλγαρων και ελλήνων ανταρτών για το κυνήγι των φασιστών που υποχωρούσαν. Η αποτύπωση αυτών των ιστορικών στιγμών είναι σπάνια στην ελληνική βιβλιογραφία και αποτελεί μια ιδιαίτερη πινελιά μέσα στο λογοτεχνικό αυτό έργο.
«Ο Μίτσκιν αναστέναξε βαριά, αλλά ούτε καν σκέφτηκε να υποχωρήσει ή αν αποφύγει κατά κάποιον τρόπο τη σύγκρουση… ένιωσε άμεσα πίσω του το Κόμμα. Το ένιωθε σαν κάτι πραγματικό και ζωντανό, σα μια λογική συνέπεια που δεν τον διέταζε, αλλά του υποδείκνυε ότι πρέπει να μείνει πάνω στο λόφο. Και αυτό που τον έκανε να συμφωνεί με το Κόμμα δεν ήταν ο φόβος της αμείλικτης αυστηρότητας, αλλά η καθαρή και βέβαιη επίγνωση ότι το Κόμμα είναι ο εγκέφαλος του αγώνα, ότι δίχως το Κόμμα ο αγώνας δε θα είχε καμία επιτυχία και καμία σημασία και ότι μόνο αυτό μπορούσε να συντονίσει τις κατακτήσεις όλων των ξεχωριστών θυσιών και να σφυρηλατήσει από αυτές τη νίκη ενάντια στον κόσμο τον παλιό»
Η δράση του ΚΚ Βουλγαρίας βάζει τις βάσεις για την αλλαγή του συσχετισμού υπέρ της εργατικής τάξης σε συνθήκες μεγάλων κοινωνικών “τριγμών”, όπως εκείνες που διαμορφώθηκαν στα Βαλκάνια το καλοκαίρι του 1944, με την καθοριστική συμβολή του Κόκκινου Στρατού της ΕΣΣΔ που κυνήγησε το φασιστικό τέρας μέχρι το Βερολίνο. Είναι μια ζωντανή αποτύπωση του διαχρονικού συμπεράσματος που είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για νέους κομμουνιστές και κομμουνίστριες στις σημερινές συνθήκες, ότι τα πράγματα δε μένουν ποτέ στατικά, ότι ο συσχετισμός δύναμης μπορεί να αλλάξει κάτω από την ακούραστη και πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών. Στο πρόσωπο του αστού Μπόρις βλέπουμε συνολικά την αστική τάξη που εκείνη την περίοδο «έτρεμε και χλόμιαζε» καθώς η εξουσία της απειλούνταν.
«Ο Μπόρις ένιωσε φόβο. (…) Ήταν ηθικός και φυσικός ο φόβος του διευθυντή της «Νικοτιάνα». Φοβόταν τη Σοβιετική Ένωση, τον Βούλγαρο αγρότη και εργάτη, τον ίδιο του τον αδερφό, τον κομμουνιστή. Ο φόβος του μεγάλωνε αστραπιαία και έγινε φρίκη, που έκανε τον Μπόρις να αρχίσει να τρέμει και να χλομιάζει.». Οι φόβοι του, λίγο καιρό μετά, επιβεβαιώθηκαν…