Με αφορμή τη συμπλήρωση τριών χρόνων από την ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής

Δευ, Αυγ 2, 2021
Thumb_Foitites_3_xronia_PADA

Από το βήμα του φετινού Φεστιβάλ των ΤΟ ΠΑΔΑ-ΑΣΠΑΙΤΕ που διοργανώθηκε τον προηγούμενο μήνα, η Κέλλυ Παπαϊωάννου, στέλεχος του ΚΚΕ, μίλησε για την πείρα, τα προβλήματα, αλλά και τα συμπεράσματα που βγαίνουν από την τρίχρονη λειτουργία του Πανεπιστημίου για τους φοιτητές του, μέρη αυτής της ομιλίας παραθέτουμε στις σελίδες που ακολουθούν.

«Ο πρύτανης του ΠΑΔΑ, μέσα από ένα βιντεάκι (…) παινεύτηκε για τις συμπράξεις με το ιδιωτικό κεφάλαιο, για τα προγράμματα διά βίου μάθησης, για την κινητικότητα, για το ότι το ΠΑΔΑ είναι το πρώτο Πράσινο πανεπιστήμιο, για τις επιχειρηματικές συμφωνίες με τους Δήμους της Δυτικής Αττικής. Ούτε λίγο ούτε πολύ, είπε ότι είναι ευτυχές γεγονός ότι το ΠΑΔΑ θα παρέχει φτηνούς και καταρτισμένους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις της περιοχής της Δυτικής Αττικής, και ότι πρέπει να συσφιχθούν οι σχέσεις με τους επιχειρηματίες, για να γίνετε ακόμα πιο φτηνοί και κατάλληλοι για τα σχέδιά τους.»

Τρία χρόνια μετά την ίδρυση του ΠΑΔΑ, τα προβλήματα για τους φοιτητές είναι ακόμη εδώ και γιγαντώνονται

«(…)Ο  προϋπολογισμός του Ιδρύματος μειώνεται σταθερά. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να επηρεάζεται άμεσα η ποιότητα των σπουδών, καθώς υπάρχει έλλειψη εκπαιδευτικού και διοικητικού προσωπικού, δεν ανανεώνονται συγγράμματα, δεν εξοπλίζονται αίθουσες και εργαστήρια. Παραμένει το ζήτημα έλλειψης υποδομών, με βασικότερο ότι σε ένα από τα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια της χώρας (και το πλέον αναπτυσσόμενο ΑΕΙ όπως το αναφέρουν) δεν υπάρχουν εστίες. Πολλοί φοιτητές που είναι από επαρχιακές πόλεις αναγκάζονται να πληρώνουν νοίκι για να σπουδάσουν, κάποιοι αναγκάζονται να παρατήσουν τις σπουδές τους, αφού οι οικογένειες τους δεν αντέχουν να υποστηρίξουν το οικονομικό κόστος. Διατηρείται και διευρύνεται η κατηγοριοποίηση των αποφοίτων για να πέφτουν τα δικαιώματα όλων προς τα κάτω, όταν διαρκώς αποσυνδέεται το πτυχίο από το επάγγελμα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όταν δημιούργησε το ΠΑΔΑ, διατήρησε επί 1,5 χρόνο ξεκρέμαστους τους φοιτητές, χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα, αλλά και η κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζει τη κοροϊδία. Όπως λέει: αναβάθμισε το πτυχίο των Μηχανικών σε integrated master, όμως αυτό έγινε μόνο ακαδημαϊκά, δεν προχώρησε η επαγγελματική αναγνώριση, δεν μπορούν οι απόφοιτοι της Σχολής Μηχανικών, των Γεωπόνων, να γραφτούν στις αντίστοιχες επαγγελματικές ενώσεις.

Τμήματα έχουν ήδη συγχωνευτεί, ακόμα κι αν δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, με αφετηρία πολλές φορές ασαφή επιστημονικά αντικείμενα και με τα νέα Τμήματα να πατούν σε ακόμα πιο γενικό, ασαφές υπόβαθρο, προσαρμοσμένο μόνο στις άμεσες ανάγκες της αγοράς. Άλλα τμήματα έκλεισαν και δεν αντιστοιχήθηκαν με κανένα άλλο Πανεπιστήμιο, με αποτέλεσμα οι φοιτητές να είναι «στον αέρα» για το αν τελικά θα σπουδάσουν ή όχι. Οι απόφοιτοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι με ένα πτυχίο από μία σχολή που πλέον δεν υπάρχει και δεν αντιστοιχίζεται με καμιά νέα.(…)

Η περίφημη «αναβάθμιση» τελικά, όπως και η ανωτατοποίηση κάποια χρόνια πριν, κάθε άλλο παρά δημιούργησε ανταγωνιστικά πτυχία, όπως ευαγγελιζόταν. Αντίθετα, ώθησε ακόμα μεγαλύτερη μερίδα  φοιτητών να εγκαταλείψουν τις σπουδές, πρόσθεσε κρίκους στην αλυσίδα των διαβαθμισμένων πτυχίων.»

Οι λογικές και τα κριτήρια της αγοράς είναι ασυμφιλίωτες με τις ανάγκες των φοιτητών

«Στόχος είναι να ξεμπερδεύουν με τα Τμήματα που τελικά, σε μια λογική κόστους- οφέλους, ανταποδοτική δηλαδή, φαίνεται ότι είναι πιο κοστοβόρα από όσα κέρδη αποφέρουν στις μεγάλες επιχειρήσεις. Ό,τι ακριβώς γίνεται και στην Υγεία και σε κάθε τομέα που εμπορευματοποιείται όλο και περισσότερο, με τραγικές βέβαια συνέπειες στην ίδια την ποιότητα της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης, όπως και υγείας. Πραγματικός στόχος είναι ένας τύπος αστικού εξορθολογισμού (σε αυτό λένε αλήθεια), που θα διευκολύνει, θα επεκτείνει και θα κάνει πιο αποτελεσματική τη σύνδεση των Ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις. Σε αυτή τη σχέση, με την επιχειρηματικότητα, που ανάγεται σε κυρίαρχη σχέση στο χαρακτήρα της Παιδείας στον καπιταλισμό, δε χωρούν βέβαια Τμήματα που δεν προσελκύουν χορηγούς, που δεν απορροφούν προγράμματα, που έχουν αντικείμενα μη προτιμητέα από τις επιχειρήσεις.

Αυτό οραματίζονται. Ένα Πανεπιστήμιο κομμένο και ραμμένο στις επιταγές της ΕΕ, των εφοπλιστών και των βιομηχάνων! Ένα Πανεπιστήμιο που θα δίνει πτυχία- κουρελόχαρτα, που από μόνα τους δε θα είναι αρκετά ούτε στο ελάχιστο για να βρει κανείς δουλειά στο αντικείμενο, που παρέχουν τεμαχισμένη και διάσπαρτη γνώση. Πανεπιστήμιο που διαγράφει φοιτητές, με αποτέλεσμα να διοχετεύονται σε διετή προγράμματα σπουδών, ΙΕΚ κλπ. Πανεπιστήμιο που εξωθεί τους φοιτητές, τις οικογένειές τους να βάζουν , λοιπόν, το χέρι ακόμα πιο βαθιά στην τσέπη για να καλύψουν βασικές ανάγκες, βασικές μορφωτικές ανάγκες, γιατί κι αυτές στον 21ο αιώνα συμπεριλαμβάνονται πλέον στις βασικές που όλο και αντικειμενικά διευρύνονται. Ένα πτυχίο, βέβαια, που δεν εκφράζει σε καμία περίπτωση την απαραίτητη γνώση πάνω στο αντικείμενό μας, ένα πτυχίο- όχημα για περεταίρω πιστοποίησεις και μεταπτυχιακά που εξασφαλίζει στους επιχειρηματικούς ομίλους φθηνό κι ευέλικτο εργαζόμενο δυναμικό που θα τους παρέχει ακόμα μεγαλύτερα κέρδη.

(…) Αυτό που τελικά αξιολογεί την ποιότητα ενός Τμήματος είναι η αγορά, σ' αυτήν λογοδοτούν σήμερα τα Τμήματα και κατατάσσονται ανάλογα με την προσφορά τους ως προς το προϊόν-πτυχίο και το προϊόν-απόφοιτος. Η κατάταξη κάθε Τμήματος στην ά,β΄ ή γ΄ κατηγορία είναι ζήτημα εμπορικής αξίας των εκπαιδευτικών προϊόντων και όχι συνεισφοράς στη συνολική επιστημονική γνώση. Ό,τι δεν προσφέρει άμεσα και μετρήσιμα στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων απαξιώνεται, περνάει σε δεύτερη μοίρα. Και με τη σειρά του, έρχεται να υπηρετήσει τη συνολική απαξίωση της γνώσης, ακόμα και της υψηλά ειδικευμένης, και βέβαια του επιστημονικού δυναμικού που την κατέχει και την αξιοποιεί επαγγελματικά. Η ύπαρξη επομένως μηχανικών για παράδειγμα απόφοιτων Πολυτεχνείων, Σχολών ΠΑΔΑ, πρώην ΤΕΙ, κολεγίων, ΙΕΚ, εξυπηρετεί για να δημιουργεί ένα πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου ο εργαζόμενος μηχανικός, ανεξαρτήτως αφετηρίας, πιέζεται να δουλεύει όλο και με χειρότερους όρους, ενώ ταυτόχρονα παλεύει να είναι όλο και πιο εξοπλισμένος, με δική του ατομική ευθύνη και με δικά του έξοδα. Με δική του αγωνία για μια ολόκληρη ζωή».

Η σύνδεση αξιολόγησης-χρηματοδότησης διογκώνει τα προβλήματα

«(…)Σήμερα, με τη σύνδεση αξιολόγησης-χρηματοδότησης το κακό μεγαλώνει. Η ψαλίδα ανάμεσα στα καλά και κακά Τμήματα, ανοίγει. Βέβαια, η χρηματοδότηση είναι πάντα συνδεδεμένη με τις επιδόσεις των Ιδρυμάτων με τους όρους της αγοράς. Όσο μάλιστα κλείνει η στρόφιγγα της κρατικής χρηματοδότησης, που γινόταν με κάποια πιο ενιαία κριτήρια, τόσο η χρηματοδότηση η ιδιωτική συμβάλλει πιο καθοριστικά στην κατηγοριοποίηση των Τμημάτων. Τώρα ξεσκαρτάρισμα θα γίνεται και μέσα από τις δημόσιες δαπάνες.

(…)Σε αυτό το πλαίσιο επιδιώκουν να αποκτούν οι απόφοιτοι δεξιότητες πιο αντιστοιχισμένες στα πεδία κερδοφορίας του κεφαλαίου. Είναι κόστος για αυτούς να σπουδάζουν οι νέοι ολοκληρωμένα την επιστήμη τους, κόστος γιατί χάνουν χέρια και μυαλά εκεί που έχει απαίτηση το κεφάλαιο. Αυτή τη στόχευση υπηρετούσαν και τα σχέδια Αθηνά, με τα κλεισίματα και τις συγχωνεύσεις. Αυτό το σχεδιασμό υπηρετούν και οι διάφορες πιστοποιήσεις και τα προγράμματα Διά Βίου Κατάρτισης που πουλάει και το ΠΑΔΑ.

(…) Κατ’ αρχάς ας δούμε τι χρηματοδοτούν οι ιδιώτες και επιχειρήσεις-χορηγοί στα Πανεπιστήμια. Δε χρηματοδοτούν για παράδειγμα να γίνουν νέες αίθουσες ή νέες εστίες, τον εκσυγχρονισμό των συγγραμμάτων. Άρα η χρηματοδότηση έχει στόχο και σκοπό. Κι αυτό ας πούμε ότι είναι ηλίου φαεινότερον. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό όμως έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ολοένα και βαθύτερη σύνδεση των Πανεπιστημίων με την επιχειρηματικότητα έχει συγκεκριμένες αρνητικές συνέπειες για τους σπουδαστές και ως εργαζόμενους, πολύ πιο ουσιαστικές από αυτά που κανείς μπορεί να βλέπει ως θετικά. Έχει ως συνέπεια την απομάκρυνση της έρευνας από την υπηρέτηση ων πραγματικών αναγκών του λαού και της επιστήμης. Το μεγαλύτερο δέσιμό της με την κερδοφορία και ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου. Έτσι γίνεται έρευνα για την ταχύτερη απαξίωση των προϊόντων, για να μπορούν οι μεγάλες βιομηχανίες να πουλούν τα προϊόντα τους που χαλάνε- απαξιώνονται μετά από ένα υπολογισμένο διάστημα. Γίνεται κρυφή έρευνα, με πειραγμένα αποτελέσματα όπως ακριβώς συμφέρει τα μονοπώλια του κάθε κλάδου. Έχει ως συνέπεια να διαμορφώνεται ένα επιστημονικό δυναμικό που δεν έχει πρόσβαση σε όλη τη γνώση, παρά μόνο σε αυτό που χρηματοδοτεί στην ουσία η μεγάλη επιχείρηση.

(…) Στα προηγούμενα προστίθεται η ΕΒΕ, που αποτελεί έναν νέο κόφτη για να εξασφαλίζουν την κινητικότητα ενός δυναμικού που δεν πρέπει να καθυστερεί, δε χρειάζεται να μαθαίνει πλήρως και σφαιρικά ένα επιστημονικό αντικείμενο, παρά να εκπαιδεύεται στο να είναι ευέλικτο, να μεταπηδά από Τμήμα Πανεπιστημιακό σε ΙΕΚ, σε 3ετές, σε κολέγιο, αρκεί να κινείται, να μαζεύει προσόντα, να είναι ανταγωνιστικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ σαν αθώα περιστερά, ενώ έχει φέρει ως κυβέρνηση το Νόμο Γαβρόγλου που έβαλε τη σφραγίδα στα κολέγια, ανέβηκε πάλι στα κεραμίδια φωνάζοντας ότι η ΝΔ θέλει να στείλει κόσμο μαζικά στους κολεγιάρχες. Δεν έχει άδικο αλλά λέει τη μισή αλήθεια, γιατί η άλλη μισή δείχνει και τον ίδιο ως συνυπεύθυνο. Αυτό που δε λεει ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν το λέει προφανώς ούτε ΝΔ, είναι ότι το εκπαιδευτικό αυτό σύστημα ήταν και είναι ταξικό, βαθαίνει μάλιστα η ταξικότητά του με κάθε νέα κυβέρνηση διαχρονικά, όσο είναι σύστημα-μηχανισμός του καπιταλισμού».

Η σημερινή κατάσταση δεν είναι μονόδρομος, μπορούμε να την αλλάξουμε!

«(…) Δε μας πείθουν λοιπόν ότι τίποτα δεν αλλάζει. Εμείς έχουμε τα εργαλεία, την επιστημονική θεωρία και πράξη, την πείρα ως Κόμμα σχεδόν ενός αιώνα, για να φέρουμε τα πάνω κάτω. Σήμερα είναι ώριμες οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για να πάμε τον πήχη πολύ ψηλότερα. Για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας η πραγματική συζήτηση που πρέπει να ανοίξει, είναι για ένα σύγχρονο Πανεπιστήμιο δημόσιο και δωρεάν για όλους, που θα στηρίζει τους νέους στην προσπάθειά τους να σπουδάσουν. Που θα παρέχει ενιαία επιστημονική μόρφωση και θα δίνει εφόδια στους νέους επιστήμονες να ασκήσουν το επάγγελμά τους συμβάλλοντας στην πρόοδο της κοινωνίας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο όταν όλα σχεδιαστούν από τη σκοπιά της ικανοποίησης των σύγχρονων λαϊκών αναγκών και όχι με κριτήριο το αν κάθε τμήμα, ίδρυμα είναι ανταγωνιστικό με βάση τα κριτήρια της αγοράς. Η σχέση μεταξύ των ιδρυμάτων, θα έπρεπε να χτίζεται στη βάση της συνεργασίας, της αμοιβαίας βοήθειας, προκειμένου να προχωράει η επιστήμη προς όφελος των αναγκών της κοινωνίας, να βελτιώνεται το επίπεδο σπουδών και όχι να κυριαρχεί φαγωμάρα για το ποιος θα πρωτοπάρει μερίδιο από την κουτσουρεμένη κρατική χρηματοδότηση, σε βάρος του άλλου.»