Ξεδιαλύνοντας το «μυστήριο» της ενεργειακής ακρίβειας

Ποιος δεν αισθάνεται σήμερα ανασφάλεια και άγχος πε­ριμένοντας τον λογαριασμό του ρεύματος, της θέρμανσης, τα κοινόχρηστα για να δει αν τελικά οι αποταμιεύσεις του μήνα επαρκούν για την πληρωμή τους. Άλλοι μά­λιστα ψάχνουμε τρόπους για φθη­νότερη θέρμανση και μετακίνηση, αφού τα καύσιμα θεωρούνται πια ακριβό σπορ. Το τραγικότερο: τα θύματα πυρκαγιών σχετιζόμενων με το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας χτύπησαν ρεκόρ το 2021.
Πέμ, Απρ 14, 2022
Thumb_Politiki_Energeiaki_Akribeia

Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τι πληρώνει ένα νοικοκυριό στον λογαριασμό της ΔΕΗ:

Χρεώσεις προμήθειας: Αυτές οι χρεώσεις έχουν αύξηση έως και 400% μόνο τον τελευταίο χρόνο. Εδώ εντάσσονται επιβαρύνσεις που έχουν να κάνουν με το σύστημα της ΕΕ για τη ρύπανση του περιβάλλοντος (βλ. παρακάτω).

Ρήτρες αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας: Καθορί­ζονται στις συμβάσεις και προσαρμόζονται μονομερώς μετά από ένα εξάμηνο από τους ίδιους τους προμηθευτές με στόχο πάντα την διασφάλιση της κερδοφορίας τους, στη βάση της χρηματιστηριακής τιμής.

ΕΤΜΕΑΡ: Ειδικός φόρος που πληρώνουμε εδώ και πολλά χρόνια για να στηρί­ζονται οι «πράσινοι» επενδυτές των ΑΠΕ, αφού το ρεύμα που παράγεται μέσω αυτών είναι ακόμα πανάκριβο και μη ανταγωνιστικό σε σύγκριση με άλλες πηγές όπως ο λιγνίτης.

Δημοτικά τέλη: Φόρος που πληρώνουμε στους δήμους, που από το 2022 έχει «πράσινες» προσαυξήσεις, χρήματα που δίνονται σε «πράσινους» επενδυτές που θά­βουν και καίνε τα σκουπίδια του κάθε δήμου και μολύνουν το περιβάλλον. Αξίζει να θυμηθούμε ότι το «τέλος ταφής» είχε προβλεφθεί με νόμο από το 2012. Ακολούθως, ο ΣΥΡΙΖΑ στο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων του 2015 το διατήρησε αλλάζοντας απλά την ονομασία του σε «περιβαλλοντική εισφορά».

Θα μπορούσαμε να κάναμε το αντίστοιχο σ’ έναν λογαριασμό καυσίμων για την με­τακίνησή μας, αν και θα ήταν πιο δύσκολο γιατί οι φόροι δεν φαίνονται άμεσα στην απόδειξη που παίρνουμε απ’ τα βενζινάδικα. Αρκεί μόνο να πούμε ότι από τα περί­που 2 ευρώ που κοστίζει το λίτρο βενζίνης, τα 70 λεπτά είναι μόνο το ειδικό τέλος καυσίμου.

 

Τι κάνει όμως τις τιμές των καυσίμων και της ενέργειας συνεχώς να ανεβαίνουν και το λαό να βάζει όλο και πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη;

Η άνοδος των τιμών της ενέργειας και της ενερ­γειακής φτώχειας φυσικά και δεν είναι ένα φυ­σικό φαινόμενο. Έρχεται σε αντίφαση με την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας που μειώνει το κόστος, στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστα­σης. Στην πραγματικότητα πίσω από την έκρηξη της ακρίβειας, της ενεργειακής φτώχειας και τον ιμπερια­λιστικό πόλεμο κρύβονται οι ίδιες βαθύτερες αιτίες που ισχύουν και σε περιόδους «ειρήνης». Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία η ενέργεια, οι μεταφορές, η εργατική μας δύναμη, ό,τι παράγεται από τους εργαζό­μενους αποτελούν εμπορεύματα. Τα πάντα κινούνται με βασικό στόχο την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων και γίνονται πεδίο έντα­σης των ανταγωνισμών μεταξύ τους.

Με αυτό το κριτήριο κρίνεται και η αποτελεσματι­κότητα του αστικού κράτους, των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών. Γι’ αυτό κοιτάζοντας τους βασικούς στό­χους που ακολουθούν η ΕΕ, οι εκάστοτε κυβερνήσεις στην Ελλάδα διαχρονικά, θα δούμε ότι υπηρετούν τους ντόπιους επιχειρηματικούς ομίλους στον διεθνή αντα­γωνισμό τους με αντίπαλους καπιταλιστές εις βάρος των λαών. Θα δούμε ότι τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ ο κοινός βασικός στόχος του περιβόητου «Πράσινου New Deal» και της πολιτικής «απελευθέρωσης της ενέργειας» είναι η διαχείριση του προβλήματος της «τεράστιας» συσσώρευσης κεφαλαίου με στόχο να αυξήσει άμεσα την κερδοφορία του, να βρει μελλο­ντικές διεξόδους επένδυσης με ικανοποιητική κερ­δοφορία. Σε αυτή τη βάση όποιο μείγμα διαχείρισης επιλέγεται στην εκάστοτε φάση της καπιταλιστικής οικονομίας συντελεί με τη σειρά του στην διασφάλιση και ανάπτυξη αυτής της κερδοφορίας με προϋπόθεση την ένταση της εκμετάλλευσης του λαού, τη λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος.

Γι’ αυτό και θα δούμε ότι το φαινόμενο δεν είναι τόσο «φρέσκο». Η διαχρονική άνοδος των τιμών του ηλε­κτρικού ρεύματος αποτυπώνεται και στα διπλανά διαγράμματα. Αντίστοιχα, οι συνέπειες της ενεργει­ακής ακρίβειας αποτυπώνονται στα στατιστικά στοι­χεία του υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος το 2019, όπου το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που αδυνατεί να διατηρήσει ζεστό το σπίτι του κυμαίνεται μεταξύ 22% και 26%.

 

Πώς συμβάλλει η «Πράσινη Νέα Συμφωνία» και η «απελευθέρωση» του κλάδου της ενέργειας στο φαινόμενο;

Η πολιτική της «απελευθέρωσης της ενέργειας» που οι βάσεις της μπήκαν με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, ιδρυτική συνθήκη της ΕΕ, και επιταχύνθηκε με την ψήφιση του 3ου μνημονίου, εμπορευματοποιεί ακόμα περισσότερο τον κλάδο της ενέργειας, δίνοντας ώθηση στη δημιουργία καρτέλ στον κλάδο. Με αυτή την πολιτική που ακολούθησαν διαχρονικά οι εκάστοτε κυβερνήσεις η κρατική ΔΕΗ που υπηρετούσε την καπιταλιστική ανάπτυξη ιδιωτικοποιήθηκε, περιόρισε το μερίδιο της στην παραγωγή και αγορά ενέργειας για να δώσει χώρο σε μονοπώλια τα οποία διεκδικούν μερίδιο από τα κέρδη. Αντίστοιχα η εμπορευματοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς έστρωσε το έδαφος για την ανάπτυξη του χρηματιστηρίου ενέργειας, «το βασίλειο της κερδοσκοπίας», εξαπλασιάζοντας τις τιμές του φυσικού αερίου μόνο τον τελευταίο χρόνο.

Σαν «αδερφάκι» της «απελευθέρωσης» η εφαρμογή της «πράσινης μετάβασης» στην Ελλάδα, έφτασε τη φθηνή εγχώρια λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή να την μετατρέψει (τεχνητά) σε πιο ακριβή απ’ τις ΑΠΕ και το εισαγόμενο φυσικό αέριο λόγω των επιβαρύνσεων στο πλαίσιο του Συστήματος Δικαιωμάτων Εκπομπών Ρύπων της ΕΕ.

Τι είναι το Σύστημα Δικαιωμάτων Εκπομπών Ρύπων της ΕΕ;

Το «Σύστημα εμπορίας ρύπων» είναι πολιτική της ΕΕ από το 2003 με πρόσχημα την αντιμετώπιση της ρύπαν- σης του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι μια βιομηχανία που παράγει ρύπους μπορεί να πετύχει τους στόχους των εκπομπών της αξιοποιώντας τους ευέλικτους μηχανισμούς που τις δίνει το ίδιο το «Σύστημα» ώστε να αγοράζει «δικαιώματα» από χώρες και βιομηχανίες που δεν έχουν πιάσει το ανώτατο όριο ρύπαν- σης. Με βάση αυτή την αρχή οι καπιταλιστές μπορούν να μολύνουν το περιβάλλον αρκεί να πληρώνουν ένα αντίτιμο το οποίο και αυτό στην τελική τους επιστρέφεται πίσω αφού απορροφάται στο κόστος των εμπορευμάτων και μεταφέρεται στα λαϊκά στρώματα (γνωστή από την ονομασία της αυτή η αρχή: «ο ρυπαίνων πληρώνει»). Το συγκεκριμένο κόστος έχει ανέβει έως και δέκα φορές πάνω από την τιμή του 2017, έχοντας εκτοξευτεί στα 70 ευρώ ο τόνος CO2. Μάλιστα το κόστος αγοράς των δικαιωμάτων μιας λιγνιτικής μονάδας να ρυπαίνει, αυξήθηκε και έφτασε τον Σεπτέμβρη του 2021 να είναι διπλάσιο του κόστους παραγωγής μιας λιγνιτικής μεγαβατώρας ενέργειας.

Η εφαρμογή του «πράσινου Σχεδίου» ανέδειξε το ρυπογόνο φυσικό αέριο σε στρατηγικό καύσιμο ηλεκτροπαραγωγής, οδηγώντας και στην άνοδο των τιμών, εντείνοντας την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας, σπαταλώντας ενέργεια λόγω του προσανατολισμού του στην ηλεκτροπαραγωγή που έχει μικρότερη απόδοση σε σύγκριση με την θέρμανση. Την ίδια ώρα δεν προτάχθηκαν για υλοποίηση μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα χρήσιμα για την άρδευση και ύδρευση των πόλεων και φθηνότερα για την ηλεκτροπαραγωγή.

Η όξυνση των ανταγωνισμών οδηγεί σε ένταση της ενεργειακής ακρίβειας και φτώχειας

Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρόσθετες επιβαρύνσεις από τον «ρωσο-ουκρανικό πόλεμο» δεν έχουν ακόμα αποτυπωθεί στους λογαριασμούς του ρεύματος και της θέρμανσης. Το «πράσινο Σχέδιο» χαράσσεται και υλοποιείται μέσα στο πλαίσιο ανταγωνισμών, αφού κάθε ιμπεριαλιστικό κέντρο διαμορφώνει τους δικούς του στόχους και τις δικές του προτεραιότητες για να βελτιώσει τη θέση του στον διεθνή ανταγωνισμό οδηγώντας και σε όξυνση όπως σήμερα στον «ρωσο-ουκρανικό πόλεμο». Η πρόσφατη απόφαση της ΕΕ για άμεση απεξάρτηση απ’ το ρωσικό φυσικό αέριο οδηγεί σε νέα αύξηση τιμών που θα πληρώσουν τα λαϊκά στρώματα αφού η επιλογή του εξίσου ρυπογόνου υγροποιημένου αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ είναι ακόμα πιο κοστοβόρα λύση. Αντίστοιχα η αξιοποίηση της «ρωσο-ουκρανικής κρίσης» έδωσε νέα ώθηση στα κερδοσκοπικά παιχνίδια στην χονδρική αγορά και στο Χρηματιστήριο Ενέργειας.

Ποιοι είναι οι «μεγάλοι» κερδισμένοι;

Από αυτές τις επιλογές οι κερδισμένοι είναι ελάχιστοι: οι «πράσινοι επενδυτές», τα μονοπώλια του κλάδου της ενέργειας στην παραγωγή, μεταφορά και διανομή της, οι βιομηχανίες της Γερμανίας και της Β. Ευρώπης που παράγουν πανάκριβες ανεμογεννήτριες, οι παραγωγοί και μεταφορείς του πανάκριβου φυσικού αερίου. Μάλιστα από την επιλογή του αμερικάνικου αερίου LNG φυσικά κερδισμένοι θα βγουν λίγοι εφοπλιστικοί, τραπεζικοί, ενεργειακοί και κατασκευαστικοί όμιλοι. Ήδη οι Έλληνες εφοπλιστές κατέχουν άλλη μια πρωτιά ελέγχοντας πάνω από 22% της παγκόσμιας χωρητικότητας των πλοίων μεταφοράς LNG. Η αστική πολιτική διασφαλίζει φυσικά και τις ενεργοβόρες βιομηχανίες με επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές και μετακύλιση του κόστους στους λαϊκούς καταναλωτές κάτι που αποτυπώνεται και στους δύο πρώτους πίνακες με τη διαφορά μέσης τελικής τιμής που πληρώνουν τα λαϊκά νοικοκυριά και οι βιομηχανίες της ΕΕ.

Κάτι θα ήξεραν...

Από Ναυτεμπορική – 27-2-2022: «Σύμφωνα με report του οίκου δεδομένων VesselsValue, το 2021 οι Έλληνες παρήγγειλαν 18 LNG carriers, συνολικής αξίας 3,63 δισ. δολαρίων και 14 LPG carriers, αξίας 823 εκατ. δολαρίων. Πρόκειται, όπως αναφέρουν οι ανα- λυτές, για "εκρηκτική" αύξηση εν συγκρίσει με τις παραγγελίες για μόλις 1 LNG carrier και 4 LPG carriers, που τοποθετήθηκαν το 2020».

Τα μεγάλα θύματα της αστικής πολιτικής ήταν και είναι οι λαοί

Η υλοποίηση αυτών των δεσμεύσεων οδηγεί εδώ και χρόνια στην εκτίναξη των τιμών των καυσίμων και της ενεργειακής φτώχειας που βλέπουμε σταθερά τα τελευταία χρόνια. Δίπλα σ’ αυτά, η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, η όξυνση των ανταγωνισμών, το μαράζωμα και η μη αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας μας, η καταστροφή του περιβάλλοντος, οι χαμηλοί μισθοί, η ανεργία, το τσάκισμα των εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, η υπέρογκη φορολογία του λαού, όλα μαζί κατατρώνε το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, δυναμώνουν την ανασφάλειά του.

Η προπαγάνδα των αστικών κομμάτων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ ότι «η “απελευθέρωση της ενέργειας” και η “πράσινη μετάβαση” θα ωφελήσει τον ανταγωνισμό και θα δώσει καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας και πτώση των τιμών, θα οδηγήσει σε διαρκή και αειφόρο ανάπτυξη, θα προστατέψει το περιβάλλον» όχι μόνο σμπαραλιάζεται από τη σημερινή πείρα αλλά αποτελεί «όπλο» αξιοποίησης των κομμουνιστών για να αποκαλύψουν τα ψέματα των αστικών κυβερνήσεων και κομμάτων, τις ευθύνες τους.

Η κυβέρνηση σήμερα επιταχύνει, στο δρόμο των προηγούμενων, για την προώθηση των αντιλαϊκών κατευθύνσεων. Ακόμα και σήμερα, που μελετά την αναπροσαρμογή του ενεργειακού σχεδιασμού και της πιο άμεσης απεξάρτησης από το ρώσικο φυσικό αέριο στα πλαίσια της ΕΕ, εστιάζει σε λύσεις που αυξάνουν την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας. Οι προκλητικές εξαγγελίες – ψίχουλα δεν απαντούν στο οξυμένο πρόβλημα, με τα ίδια τα αστικά επιτελεία να μιλούν για «επικίνδυνη» αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.

Από την άλλη η λεγόμενη αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ ασκεί κριτική στην κυβέρνηση είτε ότι «βιάζεται και προχωρά χωρίς σχέδιο την απολιγνιτοποίηση» και την «πράσινη μετάβαση», είτε ότι στέκεται «αμήχανα και διστακτικά απέναντι στους κερδοσκόπους». Οι αντιπολιτευτικές κορόνες δεν μπορούν να κρύψουν τη μεγάλη συνενοχή τους στην υλοποίηση της στρατηγικής του κεφαλαίου σε βάρος του λαού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ είναι οι σημαιοφόροι της πολιτικής της «πράσινης μετάβασης» της ΕΕ. Μαζί ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ ψήφισαν το 3ο μνημόνιο που προέβλεπε τη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στο 50% του συνόλου της αγορά για να επιταχυνθεί η πολιτική της απελευθέρωσης. Είναι συνένοχοι για: α) την προώθηση των κοινοτικών δεσμεύσεων του εμπορίου ρύπων, β) την επιβολή του εισαγόμενου φυσικού αερίου ως στρατηγικού καυσίμου της ηλεκτροπαραγωγής, γ) το σταδιακό κλείσιμο λιγνιτικών σταθμών και την αύξηση της ανεργίας, δ) την εγκατάλειψη της αξιοποίησης των εγχώριων υδρογονανθράκων.

Γι’ αυτό είναι κάλπικη η διαμάχη ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για το ποιος θα είναι ο επόμενος μηχανοδηγός του τρένου της «πράσινης μετάβασης». Οι δευτερεύουσες διαφορές τους δεν μπορούν να κρύψουν τις κοινές δεσμεύσεις τους. Η μεγάλη «διαφορά» τους περιορίζεται στη μείωση των έμμεσων φόρων στα καύσιμα στο κατώτατο όριο και στην επιβολή ενός προσωρινού πλαφόν στις τιμές.  Στα μέτρα και όρια που θέτει η ίδια η ΕΕ για τη διασφάλιση της κερδοφορίας και της «κοινωνικής συνοχής». Γι’ αυτό, μαζί με την κυβέρνηση, όποτε τους εξυπηρετεί, είτε επαινούν τα σχέδια της ΕΕ και τις πρακτικές της, είτε τα «βάζουν» με την αμηχανία της όταν καθυστερεί να υπηρετήσει τα «θέλω» των ντόπιων επιχειρηματικών ομίλων.

Όσο για το Μέρα25, αποτελεί «λαγό» υιοθετώντας πρώτος το σχέδιο της «πράσινης συμφωνίας» και την προπαγάνδα των Δημοκρατικών των ΗΠΑ, ενώ πρωταγωνιστεί για την οριστική εγκατάλειψη των εξορύξεων.

Υπάρχει όμως διέξοδος για να ζήσουμε πολύ καλύτερα σύμφωνα με τις σύγχρονες τεχνολογικές και επιστημονικές δυνατότητες: Ο σοσιαλισμός. Στο έδαφος της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του εργατικού έλεγχου ο επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός θα μπορούσε να αξιοποιήσει το σύνολο των εγχώριων ενεργειακών πηγών για να καλύψει συνδυασμένα όλες τις λαϊκές ανάγκες. Να διασφαλίσει ταυτόχρονα την εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας και της ανεργίας, τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας, την προστασία του περιβάλλοντος, της ασφάλειας των εργαζομένων, της υγείας των κατοίκων.

Γιατί μπορεί ο σοσιαλισμός, η κοινωνική ιδιοκτησία να διασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία;

Γιατί αλλάζει πλέον ο σκοπός της παραγωγής. Η παραγωγή δεν σχεδιάζεται πια με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος, αλλά με κριτήριο το σύνολο των αναγκών της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, αλλάζει και γίνεται ενεργός ο ρόλος των εργαζομένων στη λήψη και στον έλεγχο των αποφάσεων. Απελευθερώνεται η δημιουργική πρωτοβουλία του λαού και καταργείται ο ζυγός της εκμετάλλευσης. Αξιοποιείται και αναβαθμίζεται η επιστημονική έρευνα και η διεπιστημονική συνεργασία για να προβλεφθούν και να καλυφθούν έγκαιρα οι μελλοντικές ανάγκες.

Μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί να αξιοποιήσει τα εγχώρια αποθέματα λιγνίτη, με σύγχρονες μονάδες υψηλής απόδοσης, καθώς και για την παραγωγή γκρι και μπλε υδρογόνου. Να προχωρήσει αποφασιστικά, αξιοποιώντας και αμοιβαία επωφελείς διεθνείς συμφωνίες στην έρευνα των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Να προχωρήσει στην κατασκευή μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων, που θα συμβάλουν παράλληλα στην αντιμετώπιση προβλημάτων άρδευσης στον τομέα της αγροτικής παραγωγής. Να αλλάξει τον προσανατολισμό στην αξιοποίηση εισαγόμενου φυσικού αερίου, ώστε να μειωθεί η σπατάλη ενέργειας για ηλεκτροπαραγωγή. Να προχωρήσει στην παραγωγή σύγχρονου οικιακού εξοπλισμού, με προτεραιότητα τους ηλιακούς θερμοσίφωνες για την εξοικονόμηση ενέργειας, χωρίς επιβάρυνση της λαϊκής οικογένειας. Πάνω απ’ όλα να κατοχυρώσει ότι το ηλεκτρικό ρεύμα, τα καύσιμα, το νερό, η ίδια η εργατική δύναμη δεν θα αποτελούν πλέον εμπορεύματα αλλά θα κατοχυρωθούν ως κοινωνικά αγαθά.

Μια ματιά στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης το αποδεικνύει:

Από τα πρώτα χρόνια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ο εξηλεκτρισμός όλης της χώρας μπήκε στο επίκεντρο για την συνολική άνοδο του βιοτικού επιπέδου όλης της κοινωνίας. Μάλιστα, σε μια πορεία, σε κάθε άκρη της πόλης στηνόταν ένα εργοστάσιο θερμικής ενέργειας για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων της πόλης. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση απαλλαγμένη από το κίνητρο του κέρδους και τον ανταγωνισμό εξασφάλισε τη δυνατότητα συνδυασμένης ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι σωληνώσεις του συστήματος κεντρικής θέρμανσης, που παρείχε ζεστό νερό και θέρμανση όλο το 24ωρο σε συνθήκες πολύ χαμηλών θερμοκρασιών, περνούσαν κάτω από τους κεντρικούς δρόμους και έτσι δεν πάγωναν όπως είδαμε να συμβαίνει στην Αττική με τον πρόσφατο χιονιά. Ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι τα έξοδα για νοίκι, θέρμανση, ηλεκτρικό ρεύμα κτλ. δεν ξεπερνούσαν το 5% του οικογενειακού προϋπολογισμού.

Για να ανοίξει αυτός ο μοναδικός ελπιδοφόρος δρόμος, οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ μπαίνουν σήμερα μπροστά ώστε να ξεδιπλωθεί μια μεγάλη πλατιά αγωνιστική πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση της ληστείας του λαϊκού εισοδήματος, της αύξησης της ενεργειακής φτώχειας και της εκμετάλλευσης. Φωτίζοντας, απέναντι στους επίδοξους σωτήρες, το δρόμο της ανατροπής, οργανώνοντας τη διεκδίκηση για ουσιαστικές αυξήσεις μισθών και μείωση του εργάσιμου χρόνου, κατάργηση έμμεσων φόρων στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης όπως τα καύσιμα, κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής και πλαφόν στις τιμές όλων των παρόχων, σχέδιο αξιοποίησης του εγχώριου πλούτου σε σύγκρουση με τις δεσμεύσεις της ΕΕ.