Η επαναστατική ηθική και οι αντιθέσεις της: «Το 1793» του Βίκτωρ Ουγκώ

Κυρ, Φεβ 26, 2023
Thumb_Politismos_Bibliokritiki_1793

Στο Στέκι Πολιτισμού και Νεανικής Δημιουργίας της ΚΝΕ στην Αθήνα λειτούργησε πέρσι για δεύτερη χρονιά Ομάδα ανάγνωσης Λογοτεχνίας. Η ομάδα ασχολήθηκε με το ρεαλιστικό γαλλικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, με την πολύτιμη συμβολή της Μαρίας Πεσκετζή, διδάκτορα Φιλολογίας και πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Η ομάδα λειτούργησε σταθερά όλη τη χρονιά, μελετώντας ορισμένα μόνο από τα σπουδαία έργα των Μπαλζάκ, Ουγκώ, Φολμπέρ και Ζολά. Στις συναντήσεις αναδεικνύονται πλευρές για τον κάθε συγγραφέα και την εποχή του, η ομάδα ανακαλύπτει με συλλογικό τρόπο τα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας, συζητάει τα βαθύτερα ζητήματα που εντοπίζονται σε κάθε έργο.
Ακολουθεί το κείμενο του Σάββα Χυτήρογλου, μέλους της ομάδας, με τις σκέψεις του για το μυθιστόρημα του Β. Ουγκώ "Το 1793", που το δημοσιεύουμε με αφορμή ότι σαν σήμερα -26 Φεβρουαρίου 1802-  γεννήθηκε ο μεγάλος λογοτέχνης.

Το να γράψει κάποιος σήμερα ένα άρθρο για τη λογοτεχνία φαντάζει μάλλον «αιρετικό». Πόσο μάλλον για ένα λογοτεχνικό έργο, το οποίο διαδραματίζεται κατά τη δύσκολη περίοδο όπου η αστική Γαλλική Επανάσταση παίρνει την πιο βίαιη μορφή της. “Το 1793” του Βίκτωρ Ουγκώ, αποτελεί ένα απαιτητικό έργο: υπάρχει απόσταση μεταξύ της εποχής που διαδραματίζεται και του σημερινού ανθρώπου. Η σημερινή εποχή, άλλωστε, χαρακτηρίζεται από την υποχώρηση των επαναστατικών κινημάτων, ζούμε σε μια περίοδο όπου η αντεπανάσταση προσπαθεί με σθένος να επιβάλλει τον θρίαμβο της.

Τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τον Ουγκώ στο συγκεκριμένο έργο είναι η αναγκαιότητα της επαναστατικής βίας, η ανελέητη σύγκρουση του παλιού με το νέο, η «συμπύκνωση» του χρόνου κατά την επαναστατική περίοδο και φυσικά, η δυναμική επίδραση που έχουν αυτές οι συνθήκες πάνω στους ανθρώπους της εποχής. Η σύνδεση των ιστορικών συνθηκών με τους χαρακτήρες του έργου, σε συνάρτηση με την σχεδόν τέλεια εξιδανίκευση των χαρακτήρων και των καταστάσεων, οδηγούν στη δημιουργία ενός υλιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο ενυπάρχει έντονα το στοιχείο του ρομαντισμού. Η εναλλαγή μεταξύ της λυρικότητας στη γλώσσα του Ουγκώ και της λεπτομερειακής αποτύπωσης των πραγμάτων, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίθεσης. Η δυνατότητα του συγγραφέα να συνδυάζει αριστοτεχνικά τον λυρισμό και την ρεαλιστική αφήγηση, βοηθούν τον αναγνώστη να παρακολουθήσει και – εν τέλει – να απολαύσει το έργο.

Η πλοκή διαδραματίζεται κυρίως στην γαλλική περιοχή της Βρετάνης. Πρόκειται για μια κατά βάση αγροτική περιοχή, που αποτελεί το κέντρο της αντεπαναστατικής δραστηριότητας της περιόδου. Η Βρετάνη έρχεται, ουσιαστικά, σε σύγκρουση με το πρόσφατα επαναστατημένο Παρίσι, το οποίο επιδιώκει να εξασφαλίσει τη νίκη της επανάστασης σε όλη τη Γαλλία. Στις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε την κορύφωση αυτής της σύγκρουσης στη Γαλλική ύπαιθρο.

Η αντίθεση παίζει κομβικό ρόλο στο έργο: έτσι έχουμε τον αντεπαναστάτη ευγενή Λαντενάκ απέναντι στον πρώην ιερέα και νυν άτεγκτο επαναστάτη Σιμουρντέν. Ο καθένας τους αντιπροσωπεύει μια εντελώς διαφορετική κοσμοθεωρία, είναι σχεδόν τέλεια διαφορετικοί ως προς τους στόχους και τις ιδέες τους. Ο Σιμουρντέν είναι επιφορτισμένος με την καταστολή της αντεπανάστασης στη Βρετάνη, της οποίας ηγείται ο Λαντενάκ. Υπό την ηγεσία του Σιμουρντέν, ως στρατιωτικός υπεύθυνος, ορίζεται ο Γκοβέν. Ο Γκοβέν είναι νέος, πρώην αριστοκράτης, ικανότατος στρατιωτικός, αλλά παράλληλα χαρακτηρίζεται έντονα από έναν ανθρωπιστικό ηθικό κώδικα. Η περίπλοκη σχέση του Σιμουρντέν με τον Γκοβέν (δάσκαλος και μαθητής στο παρελθόν) πολλές φορές επισκιάζει την αντίθεση μεταξύ των επαναστατών και του Λαντενάκ.

Υπάρχει, επίσης, μια πληθώρα χαρακτήρων που δίνουν βάθος και εμπλουτίζουν την πλοκή. Η μητέρα Φλεσάρ, η φτωχή γυναίκα που χωρίζεται απ’ τα παιδιά της και προσπαθεί να τα βρει μέσα στο χάος της σύγκρουσης, ο τίμιος και μαχητικός πλην απλοϊκός λοχίας Ραντού, ο περιθωριακός «μάγος» του χωριού Τελμάρκ κτλ. Η πλοκή είναι δομημένη γύρω από τις διάφορες μάχες μεταξύ των επαναστατών και των αντεπαναστατών, και κλιμακώνεται με τηνπολιορκία του παλιού κάστρου της Λατούργκ, όπου καταφεύγει ο Λαντενάκ.

Η αλληγορία και οι αντιθέσεις είναι πανταχού παρούσες στο έργο -ο Ουγκώ, όντας πρωτίστως ποιητής, τις χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά. Έτσι, για παράδειγμα, έχουμε τον βάλτο (αγρότες- αντίδραση) να αντιπαρατίθεται στο βουνό (αστοί-επανάσταση), το άγριο τοπίο της Βρετάνης που καλλιεργεί τον μυστικισμό και την στασιμότητα με τη ζωτικότητα του επαναστατημένου Παρισιού που το χαρακτηρίζει η κίνηση και η λογική.

Σε μια σκηνή, χαρακτηριστική του συνδυασμού λυρικής αλληγορίας και λεπτομερής περιγραφής που χρησιμοποιεί ο Ουγκώ, οι αντεπαναστάτες ναύτες του πλοίου του Λαντενάκ χάνουν τον έλεγχο ενός κανονιού στο αμπάρι. Το κανόνι είναι ανεξέλεγκτο («το θανατερό κανόνι σφαδάζει, προχωρεί, οπισθοχωρεί... ροκανίζει τα εμπόδια... λιώνει τους άντρες σαν μύγες») ενώ οι ναύτες προσπαθούν μάταια να το κουμαντάρουν. Ο συγγραφέας τονίζει την προηγούμενη κατάσταση του κανονιού, την αδράνεια του, την υποταγή του στον άνθρωπο (... “ο αιώνιος αυτός σκλάβος εκδικείται”... “έχασε την υπομονή της και πως κατακτά τα δικαιώματα της με τρόπο παράδοξο και σκοτεινό”). Η αλληγορία είναι ξεκάθαρη: η ιστορία ξυπνάει και παρασέρνει τα πάντα στο διάβα της, το κανόνι γίνεται ο αμείλικτος φορέας της επαναστατικής αλλαγής (“καμιά δύναμη δεν είναι τόσο αμείλικτη όσο η οργή των άψυχων”).

Όλες αυτές οι αλληγορίες δεν έχουν κοσμητικό ρόλο, αλλά χρωματίζουν το ηθικό υπόβαθρο του έτους 1793- αυτής “της πελώριας χρονιάς που χαρακτηρίζεται από έλλειψη οίκτου”, για να παραφράσουμε τον Σιμουρντέν. Ο Ουγκώ τονίζει όλες αυτές τις αντιθέσεις, ακριβώς γιατί αντιλαμβάνεται την σημασία τους στην οριοθέτηση της επαναστατικής σύγκρουσης, η οποία με τη σειρά της ορίζει την επαναστατική ηθική: η αδυσώπητη σύγκρουση με το παλιό και τους φορείς του, παρά την ψυχολογική φθορά, ακόμα και αν οδηγήσει στην καταστροφή του επαναστάτη. Δεν είναι λοιπόν ο Ουγκώ που ορίζει στην πραγματικότητα την επαναστατική ηθική: είναι οι συνθήκες, τις οποίες περιγράφει γλαφυρά και με λεπτομέρεια, που την σχηματίζουν.

Το βιβλίο καθιστά σαφή την αντίθεση που υπάρχει μεταξύ της αναγκαιότητας της επαναστατικής/αντεπαναστατικής βίας και της ψυχολογικής φθοράς που δημιουργείται ως αποτέλεσμα. Ο Ουγκώ, ουσιαστικά, δοκιμάζει τους χαρακτήρες του, τοποθετώντας τους διαρκώς σε ακραίες καταστάσεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση τις αντιλήψεις και τις αρχές τους. Για παράδειγμα, ο ανελέητος αντεπαναστάτης Λαντενάκ, έχοντας μόλις διατάξει τον εμπρησμό του πύργου όπου έχουν φυλακιστεί τα παιδιά της Φλεσάρ, συγκλονίζεται σιωπηλά όταν ακούει το κλάμα της μάνας και επιστρέφει να τα ελευθερώσει, κάτι το οποίο τον οδηγεί στην αιχμαλωσία. Το αυτό ισχύει και στο στρατόπεδο των επαναστατών: η δυναμική της σχέσης του Σιμουρντέν με τον Γκοβέν και οι διαφορετικές τους αντιλήψεις για τον επαναστατικό αγώνα και τους σκοπούς του, αποτελούν το κύριο μέρος του δεύτερου μισού του βιβλίου.

Υπάρχουν σημεία στα οποία το κείμενο μοιάζει προφητικό: Οι ιδεολογικές αντιθέσεις μεταξύ των επαναστατών, οι οποίες οδηγούν ακόμη και σε σύγκρουση, δεν μπορούν παρά να υπερκεράσουν οποιαδήποτε προσωπική σχέση και οικειότητα, Η αναγνώριση της αναγκαιότητας της επαναστατικής βίας(Σιμουρντέν), έστω και αν γίνεται σαφές ότι ο συγγραφέας ταλανίζεται από αυτήν την πικρή παραδοχή (Γκοβέν). Η αντίθεση μεταξύ της προσωπικής ηθικής του ατόμου και η αναγκαιότητα της επαναστατικής βίας, το κύριο μοτίβο του έργου, ανταποκρίνεται, στην πραγματικότητα σε ικανοποιητικό βαθμό (χωρίς, έστω, την υπερβολική δραματικότητα που τους προσδίδει ο συγγραφέας).

Σε όλο το βιβλίο, ο συγγραφέας προτάσσει την μόρφωση ως το αντίδοτο στο σκοταδισμό της αντεπανάστασης, πράγμα που φαίνεται γλαφυρά κάθε φορά που περιγράφει τα αντεπαναστατικά στρατεύματα του Λαντενάκ, δίνοντας έμφαση στην “βάρβαρη” και “ημιζωώδη” κατάσταση τους. Ο κύριος εκπρόσωπος της αντεπανάστασης άλλωστε, ο Λαντενάκ, όχι μόνο εκμεταλλεύεται συνεχώς την άγνοια των υποτελών του, αλλά σε έναν μονόλογο- υπεράσπιση της φεουδαρχίας προβαίνει σε μια πραγματική ωδή στον σκοταδισμό (... “όσο υπάρχουν Βολταίροι, θα υπάρχουν και Μαράδες..., τα βιβλία δημιουργούν φονιάδες... Δικαιώματα του ανθρώπου! Δικαιώματα του λαού! Όλα αυτά είναι τελείως κενά περιεχομένου”). Σε κάθε περίπτωση, δεν επιβεβαιώθηκε από την πραγματικότητα αυτή η - ιδεαλιστική- άποψη του Ουγκώ για τη βαρύτητα της μόρφωσης στη διαμόρφωση επαναστατικού κριτηρίου ενός λαού, στην πολιτική- ιδεολογική του θωράκιση. Ασφαλώς, η μελέτη παίζει κομβικό ρόλο στην ωρίμανση και στον εμπλουτισμό της θεωρίας και της δράσης ενός κινήματος, αλλά είναι σαφές ότι ο Ουγκώ εξιδανικεύει τη μόρφωση, την τοποθετεί ως τον καθοριστικό παράγοντα της επαναστατικής σύγκρουσης.

Το “1793” αποτελεί ένα έργο το οποίο “ιχνηλατεί” την επανάσταση και την πολυπλοκότητα της με διαύγεια και οξυδέρκεια, χωρίς να απλουστεύει ή να την εκχυδαΐζει ούτε στο ελάχιστο. Έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την μετέπειτα αστική λογοτεχνία, η οποία είτε παρουσιάζει την επανάσταση ως μια ''τραγωδία'' όπου όλοι οι δράστες (επαναστάτες και αντεπαναστάτες) είναι “ένοχοι”, είτε ως μια “παραμόρφωση” της ιστορίας, καταγγέλλοντας τους επαναστάτες. Έτσι, στηριζόμενη σε μια σωρεία αντιεπιστημονικών θεωριών (“ανοιχτή κοινωνία”, “ολοκληρωτισμός” κτλ) που αποτελούν το λίπασμα της σύγχρονης λογοτεχνίας της, η αστική τάξη φτάνει σήμερα να αναθεματίζει την ίδια την επανάσταση που την έφερε στην εξουσία. Το ανάθεμα αυτό επεκτείνεται, κατά συνέπεια, και σε κάθε τι επαναστατικό και προοδευτικό εμφανίστηκε στα σπλάχνα της: έτσι, το 1793 ξεχνιέται, ή, παρουσιάζεται ως ένα από τα λιγότερο σημαντικά και μάλλον ξεπερασμένα έργα του Ουγκώ. Μέσα στην αντεπαναστατική περίοδο που διανύουμε, έργα όπως αυτό μας φέρνουν σε επαφή με την εμπειρία επαναστάσεων του παρελθόντος. Η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει φάρο στο σημερινό σκοτάδι, αντίδοτο στην λήθη της μετά-89 εποχής και σύνδεσμο με τα ιστορικά διδάγματα των παλαιότερων αγώνων.