ΣΤΕΓΗ:Εμπόρευμα ή κοινωνικό αγαθό;
Το πρόβλημα της εργατικής-λαϊκής στέγης βρίσκεται σταθερά στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Καθημερινά σε συζητήσεις στις σχολές, σε χώρους εργασίας ακούγεται η έντονη αγανάκτηση και δυσαρέσκεια γύρω από τα πανάκριβα νοίκια, την αναζήτηση διαμερισμάτων με το “κιάλι”. Ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, τα διαμερίσματα-τρώγλες πιο πολύ μοιάζουν με σκηνές από ταινία τρόμου παρά μέρος για να στεγάσει ένας νέος τη ζωή και το μέλλον του. Η πιο ωμή εικόνα της βαρβαρότητας εκφράζεται με πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών εργατικών-λαϊκών οικογενειών, ακόμη και ΑμεΑ, από τις τράπεζες, τα funds και λοιπά κοράκια του μεσιτικού κλάδου.
Πέμ, Ιουν 19, 2025
Ποιο είναι το πρόβλημα;
Μια πρώτη απάντηση θα ήταν η απλησίαστη οικονομικά στέγη για την πλειοψηφία των εργαζομένων και της νεολαίας. Πίσω από αυτό, ωστόσο, κρύβονται ουσιαστικοί παράγοντες που δείχνουν τον μεγάλο ένοχο, το σύστημα της εκμετάλλευσης και όσους το υπηρετούν.
Ενώ αυτό που ξεχωρίζει είναι οι υψηλές τιμές των ακινήτων και των ενοικίων, λίγα λόγια λέγονται για την κατάσταση του εισοδήματος των εργαζομένων. Η στέγη είναι πανάκριβη, γιατί η εκρηκτική αύξηση των τιμών της, συνδυάζεται με ένα τσεκουρεμένο εργατικό-λαϊκό εισόδημα ως αποτέλεσμα των αντεργατικών νόμων της τελευταίας 15ετίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο πραγματικός μέσος μισθός (τι πραγματικά μπορούν να αγοράσουν οι εργαζόμενοι) καταλήγει να είναι μειωμένος κατά 22% συγκριτικά με αυτόν του 2011. Τα παραπάνω οδηγούν, για παράδειγμα, στην Αθήνα ένας εργαζόμενος να χρειάζεται σήμερα να δαπανήσει πάνω από το μισό του εισοδήματός του για την πληρωμή του ενοικίου του.
Από την άλλη οι υψηλές τιμές στα ακίνητα προκύπτουν από τη φυσιολογική λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς. Όπως, άλλωστε, έλεγε και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης «Η αγορά ακίνητων στην Ελλάδα μετά από δυσκολίες έχει ανακάμψει δυναμικά, έχει γίνει μοχλός ανάπτυξης. Κάποιοι βλέπουν αυτή την εξέλιξη ως πρόβλημα, εμείς τη βλέπουμε ως «πρόκληση»». Πίσω από αυτόν τον “παραλογισμό” βρίσκεται η γη-εμπόρευμα, που δεν καθορίζεται μόνο από το κατά πόσο μπορούν να την αξιοποιήσουν οι εργαζόμενοι ως κατοικία αλλά και από τη δυνατότητα των καπιταλιστών να αναπτύσσουν σε αυτή κερδοφόρα δραστηριότητα (π.χ. Airbnb, εγκατάσταση μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων κ.α.). Αυτή η δραστηριότητα, μάλιστα, έχει διεθνοποιηθεί με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα κεφάλαια που επενδύονται από το εξωτερικό (π.χ. επενδυτές στην αγορά ακινήτων) αλλά και οι τιμές ή τα ενοίκια των κατοικιών να προσανατολίζονται σε “πορτοφόλια” αρκετά υψηλότερα από τα ελληνικά δεδομένα (π.χ. η αγορά ενός σπιτιού από ξένους στη Σαντορίνη ή άλλα τουριστικά θέρετρα). Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ελλάδα μόνο για το 2024 υπήρξαν ξένες επενδύσεις 2,7 δισ. στην αγορά ακινήτων.
Τελικά, το ζήτημα της στέγης διαμορφώνεται με βάση τον ανταγωνιστικό σχεδιασμό και το κριτήριο της κερδοφορίας των καπιταλιστών. Γι’ αυτό και εμφανίζεται ως πρόβλημα στο σύνολο των καπιταλιστικών χωρών από τις παραγκουπόλεις της Αφρικής μέχρι τους αστέγους δίπλα από τα μεγαλύτερα αξιοθέατα της Ευρώπης.
Η “χρεοκοπία” των προτάσεων των αστικών κομμάτων
Μπροστά στο οξυμμένο πρόβλημα το σύνολο των δυνάμεων του συστήματος έρχονται να δώσουν αντιδραστικές “λύσεις” παρουσιάζοντας προτάσεις προς όφελος των επιχειρηματικών ομίλων ως “σανίδα σωτηρίας” για τους εργαζόμενους.
Η κυβέρνηση της ΝΔ το προηγούμενο διάστημα παρουσίασε τα προγράμματα “Σπίτι μου 1” και “Σπίτι μου 2” ως ευκαιρία για νέα ζευγάρια να ανοίξουν σπιτικό εξασφαλίζοντας ένα πιο ευνοϊκό επιτόκιο δανείου. Πέρα από το ότι τα προγράμματα αυτά αποτελούσαν σταγόνα στον ωκεανό (αφορούσαν 20.000 “ωφελούμενους” σε σύνολο 1 εκ. ενοικιαστών), στην πράξη “ναυάγησαν” λόγω των πολύ υψηλών τιμών των ακινήτων, των προϋποθέσεων του προγράμματος (παλαιότητα ακινήτου, εισοδηματικά κριτήρια κ.τ.λ.) και των χαμηλών εισοδημάτων των νέων εργαζομένων. Στην πράξη τα προγράμματα αυτά εξασφαλίζουν εγγυημένη πελατεία στις τράπεζες για να κερδοφορούν και μια νέα γενιά χρεωμένων νέων εργαζομένων. Μάλιστα, σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής κάποιων δόσεων (π.χ. αν μείνει κάποιος άνεργος), βγαίνεις αυτόματα από το πρόγραμμα φορτωμένος με ένα δάνειο με τα υψηλότερα κυμαινόμενα επιτόκια της αγοράς. Αντίστοιχα, οι τελευταίες διακηρύξεις της κυβέρνησης για επιδοτήσεις ενοικίου, πέρα από το ότι καλύπτουν μόλις το 8% του ποσού του ενοικίου και ούτε το 25% της αύξησης των τελευταίων ετών, στην πράξη στοχεύουν στο να ανέβουν τα φορολογικά έσοδα του κράτους, επιδιώκοντας να αυξηθούν οι επίσημες δηλώσεις των μισθωμάτων. Και οι δυο προτάσεις καταλήγουν τελικά στην άνοδο των τιμών των ακινήτων και των ενοικίων.
Από την άλλη, οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας παρουσιάζουν ως, δήθεν, λύση την τόνωση της προσφοράς κατοικιών, είτε με την ανακαίνιση υπαρχουσών κατοικιών και την ανέγερση νέων με εγγυήσεις στους κατασκευαστικούς ομίλους είτε με τον περιορισμό της βραχυχρόνιας μίσθωσης (πχ Airbnb) καθώς και με φορείς όπως οι δήμοι να προβαίνουν σε καταγραφή των κατοικιών και σε σχέδια “κοινωνικής κατοικίας”. Στην πραγματικότητα, το κριτήριο για τις ανησυχίες τους από τη μια είναι να μπορεί να εξασφαλίζεται εργατικό δυναμικό για τους καπιταλιστές ιδιαίτερα σε μεγάλες πόλεις (πχ Αθήνα, Θεσσαλονίκη) και στα νησιά λόγω του τουρισμού, από την άλλη να ενισχυθεί η επενδυτική δραστηριότητα στον κλάδο των κατασκευών αλλά και να μην διαταράσσεται η λεγόμενη “κοινωνική συνοχή”.
Προφανώς, είναι υποκριτικές οι διακηρύξεις για διαμόρφωση πολιτικής κοινωνικής κατοικίας από δυνάμεις που κατάργησαν τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και τον Οργανισμό Εργατικής Εστίας με σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις για τους εργαζόμενους, όπως το ΠΑΣΟΚ και το ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, ο περιορισμός της βραχυχρόνιας μίσθωσης απλά “κλείνει το μάτι” σε μεγάλους ξενοδοχειακούς ομίλους και από μόνος του δεν διασφαλίζει ότι ο ιδιοκτήτης θα ρίξει την τιμή του ενοικίου που προσφέρει το διαμέρισμα.
Στα παραπάνω, έρχονται να δέσουν διάφορες θεωρίες από οπορτουνιστικές και αναρχοαυτόνομες ομάδες που σαν πρόβλημα εντοπίζουν το λεγόμενο “gentrification” (εξευγενισμός), δηλαδή το ότι γειτονιές των πόλεων “χάνουν τον χαρακτήρα τους”, ανεβαίνει το κόστος ζωής λόγω της αστικής ανάπλασης που εντάσσεται σε σχεδιασμούς επιχειρηματικών ομίλων όπως του Τουρισμού. Το παραπάνω φαινόμενο το είχε εντοπίσει ο Ένγκελς στο έργο του “Το ζήτημα της κατοικίας”, όπου αναφερόταν στη σχεδιασμένη υποβάθμιση ή αναβάθμιση περιοχών για την αλλαγή ιδιοκτησίας και χρήσης της. Το πρόβλημα είναι όσοι αποκόβουν αυτό τα φαινόμενο από τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου και φαντάζονται έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο προσωπείο που θα βάζει όρια στην εμπορευματοποίηση και την επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Η χρεοκοπία των προτάσεων τους επιβεβαιώνεται και από την διεθνή πείρα, από χώρες όπου παρουσιάζονται ως πρότυπα για την Ελλάδα. Για παράδειγμα, η πρόταση ώστε οι δήμοι να προβαίνουν σε καταγραφή των κατοικιών και σε σχέδια “κοινωνικής κατοικίας” έχει δοκιμαστεί και στην Ισπανία. Με ευθύνη των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων είχαν φτιαχτεί με ευθύνη μεγάλων δήμων (όπως της Μαδρίτης) “κοινωνικές (στην πραγματικότητα ανταποδοτικές) κατοικίες”, που είχαν δοθεί έναντι ενοικίου σε κάποιους δικαιούχους. Σε επόμενη περίοδο όπου άλλαξαν οι προτεραιότητες για την καπιταλιστική οικονομία, αυτές οι “κοινωνικές κατοικίες” πουλήθηκαν σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους “κοψοχρονιά”, οι οποίοι εκτόξευσαν ακόμα και άνω του 100% το ενοίκιο, με αποτέλεσμα το ξεσπίτωμα χιλιάδων ενοίκων.
Σοσιαλισμός-κομμουνισμός, η απάντηση στο ζήτημα της κατοικίας
«Δεν είναι η λύση του ζητήματος της κατοικίας που λύνει ταυτόχρονα και το κοινωνικό ζήτημα, αλλά αντίθετα πρώτα η λύση του κοινωνικού ζητήματος, η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, κάνει σύγχρονα δυνατή τη λύση του ζητήματος της κατοικίας.» Αυτά τα λόγια του Ένγκελς, επιβεβαιώνονται ακόμα και σήμερα, από τις αντιφάσεις στις οποίες πέφτει το καπιταλιστικό σύστημα μπροστά στο ζήτημα της κατοικίας. Αυτό που σήμερα εμφανίζεται ως “πρόβλημα της προσφοράς” πριν από 10 χρόνια εμφανιζόταν ως “πρόβλημα ζήτησης”. Στην Ελλάδα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης των ετών 2010-2015, υπήρχαν περισσότερες από 200.000 νεόκτιστες κατοικίες που παρέμεναν απούλητες και ακατοίκητες, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνονταν οι άστεγοι, τα νέα ζευγάρια που ζούσαν με τους γονείς τους.
Οι εργαζόμενοι και η νεολαία δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τις διαφορετικές “συνταγές” αυτού του συστήματος. Χρειάζεται τώρα να οργανώσουν την πάλη τους μαζί με τους κομμουνιστές σε σύγκρουση με την κυβέρνηση και τα κόμματα του συστήματος, την ΕΕ και τους επιχειρηματικούς ομίλους εξασφαλίζοντας μέτρα ανακούφισης απέναντι στην ακρίβεια και το κόστος στέγασης. Οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής είναι εκείνες που μπορούν να εξασφαλίσουν πραγματικά σύγχρονη, ποιοτική στέγη που θα καθορίζεται από τις ανάγκες των εργαζομένων. Μέσω του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής μπορεί να διαμορφωθεί η αναλογική ανάπτυξη των κλάδων της σοσιαλιστικής παραγωγής, να δοθεί ώθηση στον κλάδο των κατασκευών, της ενέργειας, σχέδιο οικιστικής ανάπτυξης με τη χρήση των σύγχρονων επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας και κριτήριο την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του λαού και της νεολαίας. Το εργατικός κράτος, μέσα από τα όργανα της εργατικής εξουσίας, θα εξασφαλίσει ότι η στέγη θα είναι δικαίωμα για όλους, ένας απαραίτητος όρος για τη διαμόρφωση του νέου ανθρώπου.