Αρπάντ Βάις: Όταν το ναζιστικό τέρας στέρησε από το ποδόσφαιρο έναν μεγάλο δάσκαλο

Παρ, Ιαν 1, 2021
Thumb_Athlitismos_Weisz

Στις 31 Γενάρη συμπληρώνονται 77 χρόνια από την στιγμή που ο Άρπαντ Βάις, ένας από τους πιο επιδραστικούς προπονητές στην ιστορία του ποδοσφαίρου άφησε την τελευταία του πνοή στο κολαστήριο του Άουσβιτς. Με αφορμή αυτή την επέτειο ο «Οδηγητής» ανατρέχει στην ιστορία και ακολουθεί τη διαδρομή του Βάις από την ποδοσφαιρική καταξίωσή μέχρι τον τραγικό θάνατό του.

Ο Άρπαντ Βάις, Ουγγροεβραίος στην καταγωγή, γεννήθηκε τον Απρίλη του 1896, στο Σολτ, ένα χωριό που βρίσκεται 73 χλμ από την Βουδαπέστη. Μεγαλώνοντας γράφτηκε στη νομική σχολή της Βουδαπέστης, την οποία όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει λόγω του Α’ Παγκοσμίου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου, στον οποίο συμμετείχε ως υπήκοος της αυστρουγγρικής αυτοκρατορίας και αιχμαλωτίστηκε στο Καπορέτο από τις ιταλικές δυνάμεις.

 

Η βραχύβια ποδοσφαιρική καριέρα

Ο Βάις ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην Ουγγαρία αγωνιζόμενος σε διάφορες τοπικές ομάδες, δουλεύοντας παράλληλα ως τραπεζοϋπάλληλος. Η άρτια όμως τεχνική του κατάρτιση σε συνδυασμό με το εξαιρετικό αριστερό του πόδι και το διεισδυτικό του ξεπέταγμα του χάρισαν μία θέση στην ομάδα της εθνικής Ουγγαρίας που συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 στο Παρίσι. Τη σεζόν 1924-’25 μετακομίζει στην Ιταλία για λογαριασμό της Πάντοβα με την οποία αγωνίστηκε μόλις 7 φορές, ενώ την επόμενη χρονιά τον απέκτησε η Ίντερ, η οποία έμελλε να είναι η τελευταία ομάδα στην οποία αγωνίστηκε ως παίκτης. Μετά από 11 παιχνίδια και 3 γκολ, τα οποία πέτυχε μόλις σε μία εβδομάδα, ένα σκληρό μαρκάρισμα έβαλε τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα, πριν συμπληρώσει καν τα 30 του χρόνια. Πιθανότατα τότε, ούτε ο ίδιος φανταζόταν ότι η προπονητική του καριέρα που ακολουθούσε θα ήταν τόσο εντυπωσιακή.

 

Ο Άρπαντ Βάις ως ποδοσφαιριστής της Ίντερ, το 1925
Ο Άρπαντ Βάις ως ποδοσφαιριστής της Ίντερ, το 1925

Ο εφευρέτης της τακτικής

Κάνοντας πρώτα το «αγροτικό» του στην Αλεσσάντρια, το 1928 ο Βάις επιστρέφει στην Ίντερ, για να κάτσει πλέον στην άκρη του πάγκου της. Βέβαια, τη χρονιά αυτή, τόσο ο ίδιος, όσο και η ομάδα αναγκάζονται να μετονομαστούν λόγω των πιέσεων του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι. Έτσι ο Βάις γίνεται Βέις και η... Ιντερνατσιονάλε (μτφ. Διεθνής) γίνεται Αμπροζιάνα. Μάλιστα η Ίντερ αναγκάζεται να αλλάξει και την παραδοσιακή μπλε-μαύρη εμφάνισή της για μία λευκή με κόκκινο σταυρό στο κέντρο του οποίου δέσποζε η φασιστική δέσμη. Μετά από συνεχόμενα ανοδικά βήματα, τη σεζόν 1929-’30 η Ίντερ υπό τις οδηγίες του Βάις κατακτά το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας της και ο Ούγγρος τεχνικός αρχίζει και ξεχωρίζει για το πρωτοποριακό του στυλ. Σε μια εποχή που οι προπονητές ασχολούνταν ελάχιστα με την προπόνηση, ο Βάις φορούσε σορτσάκι και φανέλα συμμετείχε ενεργά στην προπόνηση, δίνοντας οδηγίες και ατομικά στους παίχτες του, ενώ δοκίμαζε στην προπόνηση τις κινήσεις της ομάδας κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, εφαρμόζοντας εκείνη που πολύ αργότερα θα ονομαζόταν... τακτική. Ακόμα ήταν ο πρώτος που ασχολούταν ακόμα και με την δίαιτα των ποδοσφαιριστών του, ενώ πολύ συχνά παρακολουθούσε αγώνες και προπονήσεις των ακαδημιών της Ίντερ με αποτέλεσμα να ανακαλύψει έναν νεαρό τον οποίο προβίβασε στην πρώτη ομάδα πριν καν κλείσει τα 20 χρόνια του. Επρόκειτο για τον Τζουζέπε Μεάτσα, το όνομα του οποίου έχει δοθεί σήμερα στο γήπεδο της Ίντερ, Από το Μιλάνο έφυγε οριστικά το 1934 έχοντας κάτσει στον πάγκο της 212 φορές, γεγονός που τον καθιστά μέχρι σήμερα τέταρτο σε παρουσίες στον πάγκο της ομάδας. Έπειτα από ένα πέρασμα από την Νοβάρα την οποία προβίβασε στην πρώτη κατηγορία, το 1935 θα εγκατασταθεί στην Μπολόνια με την οποία έγραψε επίσης χρυσές σελίδες κατακτώντας τα πρωταθλήματα του ‘36 και του ‘37, αλλά και το Κύπελλο Εκθέσεων το 1937, έναν άτυπο προάγγελο του σημερινού Τσάμπιονς Λιγκ.

 

Ένας Εβραίος ξένης εθνικότητας

Στην Ιταλία του 1938, όταν άρχισαν να εφαρμόζονται οι εμετικοί ναζιστικοί φυλετικοί νόμοι, ο Βάις από εξέχουσα αθλητική προσωπικότητα μετατράπηκε σταδιακά σε έναν «Εβραίο» και μάλιστα ούτε καν Ιταλό. Στις 22 Αυγούστου 1938 ο Άρπαντ και η σύζυγός του, μαζί με άλλους 800.000 ξένους πολίτες, μπήκαν στον κατάλογο των ξένων Εβραίων που έμεναν στην Ιταλία, μετά από προσωπική απόφαση του ίδιου του Μουσολίνι και μέσω μιας ανακοίνωσης που εξέδωσε στις 5 Αυγούστου. Ένας κατάλογος που κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κυριαρχίας επέτρεψε στα SS να στείλουν χιλιάδες Εβραίους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στις 22 Οκτώβρη ο Βάις απολύεται από την Μπολόνια, ενώ ένα μήνα νωρίτερα είχε εκδοθεί διάταγμα που έδινε περιθώριο 6 μηνών στους Εβραίους να εγκαταλείψουν την Ιταλία. Εγκατέλειψε την Ιταλία μαζί με την γυναίκα και τα δύο παιδιά του τον Γενάρη του 1939.

 

Θάνατος και παρακαταθήκη

Επόμενοι σταθμοί της οικογένειας Βάις ήταν αρχικά το Παρίσι και στη συνέχεια η ολλανδική πόλη Ντόρντρεχτ, όπου εκεί ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της τοπικής ερασιτεχνικής ομάδας, βρίσκοντας καταφύγιο, προσωρινά. Στις 14 Μάη του 1940 η Ολλανδία παραδόθηκε στη ναζιστική Γερμανία θέτοντας άμεσα σε ισχύ τους φυλετικούς νόμους και τις διώξεις. Το 1941 απαγορεύτηκε στον Βάις να προπονεί την ομάδα του. Στις 2 Αυγούστου 1942 η οικογένεια Βάις συνελήφθη από την Γκεστάπο. Λίγους μήνες αργότερα η γυναίκα του Έλενα και τα δύο ανήλικα παιδιά τους Κλάρα και Ρομπέρτο οδηγήθηκαν στον θάλαμο αερίων του Άουσβιτς, θύματα και αυτοί της αδιανόητης ναζιστικής θηριωδίας. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του κολαστηρίου ο Άρπαντ Βάις εξολοθρεύτηκε από τους ναζί στις 31 Γενάρη του ‘44, σε ηλικία 46 ετών. Αυτό που δεν χάθηκε μαζί του, είναι σίγουρα η μεγάλη κληρονομιά που άφησε στην εξέλιξη του ποδοσφαίρου, όπως και τα σπουδαία επιτεύγματά του.