100 χρόνια Μίκης Θεοδωράκης

Τρί, Ιουν 24, 2025
Thumb_mikis_theodorakis

“Έπλασα σιγά σιγά μέσα μου το μεγάλο ιδανικό της ζωής μου: Να δημιουργήσω μεγάλες ηχητικές τοιχογραφίες, όμως με υλικά απόλυτα ζωντανά, με αναγκαιότητα και αλήθεια, πλουτίζοντας τη μουσική μου γλώσσα, με κάθε καινούρια τεχνική προσφορά —ακόμα προσπαθώντας, αν το μπορώ, να προωθήσω αυτήν την τεχνική. Όμως, το πιο σπουδαίο, ήθελα τη μεγάλη αυτή μουσική τοιχογραφία να τη νιώθει όλος ο λαός, να την αγαπά όλος ο λαός, να τη λογαριάζει ως κάτι εντελώς δικό του, που βγαίνει απ’ αυτόν, που απευθύνεται σ’ αυτόν”

Μίκης Θεοδωράκης

Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν ήταν μονάχα ένας μεγαλειώδης συνθέτης άλλα ένα κομμάτι της ελληνικής Ιστορίας! Με το έργο του έβαλε μουσική στις πιο σκοτεινές αλλά και τις πιο φωτεινές στιγμές του τόπου και του λαού. Μελοποίησε την αντίσταση, τον πόνο, την ελπίδα - τις πιο πλατιές λαϊκές και κοινωνικές ανάγκες και συναισθήματα.

Ο “Οδηγητής”, με αφορμή τη συναυλία που διοργανώνει η ΚΕ του ΚΚΕ μαζί με την οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη στις 25 Ιουνίου στο Καλλιμάρμαρο, τιμάει τη μεγάλη κληρονομιά του Μίκη. Φέτος, 100 χρόνια από τη γέννηση του, είναι ακόμα μια ευκαιρία κάθε νέος και νέα να γνωρίσει αυτήν την κληρονομιά!

Ζωή και Τέχνη: “Ένα” με τους αγώνες του ελληνικού λαού

Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο το 1925, με καταγωγή από την Κρήτη αλλά μεγάλωσε σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, αφού ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος. Από μικρός φανέρωσε την κλίση του στη μουσική. Έγραψε τα πρώτα του έργα στα εφηβικά του χρόνια, ενώ παράλληλα βίωσε και αφουγκράστηκε την ταραγμένη εποχή του —από τη φτώχεια και την Κατοχή, μέχρι την εποποιία του ΔΣΕ και τις πολιτικές διώξεις.

Κατά τη διάρκεια της Αντίστασης εντάχθηκε στο ΕΑΜ Νέων και αργότερα στην ΕΠΟΝ. Συνελήφθη, βασανίστηκε, εξορίστηκε. Όμως τίποτα δεν τον έκανε να λυγίσει.

«Μέσα από τις σκέψεις και τα ποιήματα, εγώ προετοίμαζα να σταθώ πάνω από τη λίμνη του αίματος, προκειμένου να δω το πρόσωπό μου. Να είμαι, δηλαδή, εγώ ο ίδιος και όχι ένας άλλος. Κάθε εποχή έχει φυσικά το δικό της τίμημα. Θα σου ζητούν πάντα να σταυρωθείς και να αναστηθείς. Όμως, εκείνον τον καιρό, ναι - ο μόνος τρόπος να μείνεις πιστός στον εαυτό σου ήταν να διαλυθείς μέσα στους άλλους, που εκείνη τη στιγμή το ‘παιζαν κορόνα γράμματα με την ιστορία... Η απόφαση που παίρνεις εσύ ο ίδιος σε εκσφενδονίζει στο κέντρο του ηφαιστείου. Γίνεσαι τότε ένα με τη λάβα. Κι αν επιζήσεις, τότε θα έχεις πολλά και σημαντικά να διηγηθείς στους ανθρώπους...». Γράφει ο ίδιος στους “Δρόμους του Αρχαγγέλου”, προσπαθώντας να περιγράψει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του λίγο πριν συλληφθεί και εξοριστεί στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο.

Στην Ικαρία γράφει δυο τραγούδια που θα περιληφθούν δεκαετίες αργότερα στον δίσκο “Της εξορίας”, με ερμηνευτή τον Β. Παπακωνσταντίνου. Πρόκειται για το “Θάλασσες μας ζώνουν” και το “Χτύπα Χτύπα”.

Το πρώτο το έγραψαν ομαδικά στον θάλαμο. «Λέω τον πρώτο στίχο, για να κινήσω τη μηχανή... Ο καθένας έβρισκε κι έναν στίχο και στο τέλος διαλέγαμε τον καλύτερο. Την άλλη μέρα πήρα τους στίχους και πήγα στον βράχο. Το βράδυ τους τραγούδησα το νέο μου τραγούδι. Το μάθαμε τόσο ωραία —με τριφωνίες— που βγήκαμε στην αυλή που δέσποζε πάνω από τη χαράδρα και το τραγουδούσαμε δυνατά, να μας ακούσουν και οι άλλοι...».

Τον Γενάρη του ‘49 φεύγουν καραβιές εξόριστων από την Ικαρία, ανάμεσά τους και ο Μίκης. Δεν ξέρουν πού πηγαίνουν.

«Το πλοίο είχε ακινητοποιηθεί. Μια περίεργη ησυχία μας έκανε να κοιταζόμαστε στα μάτια. Πέρασε μισή ώρα. Ήμαστε όλοι όρθιοι και περιμέναμε. Τέλος, άνοιξε η πόρτα της σκάλας. «Ανεβαίνετε ένας ένας»... Βγαίνω στην κουβέρτα. Έξω είναι νύχτα. Απέναντί μας, στα διακόσια μέτρα, στεριά. Έχει ένα πλάτος περίπου 100 μέτρα και μετά ανυψώνεται σε λόφους, που καταλήγουν σε βουνό, όχι ψηλότερο από 100 μέτρα. Όμως το μάτι αιχμαλωτίζεται από τις φωτιές που βγαίνουν, μάλλον, από βαρέλια τοποθετημένα σε σειρές. Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου ήταν κάποια σκηνή από το καθαρτήριο, την κόλαση, όπως την έχει πλάσει η λαϊκή φαντασία... Αποφεύγαμε να δούμε τον διπλανό μας, για να μη μαντέψει τη σκέψη μας... Ένας ένας πηδούσε στο νερό που μας έφτανε ως τα γόνατα...

Χωροφύλακες με τα όπλα αναρτημένα στον ώμο μας δείχνανε ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να πάρουμε. Είδαμε ένα μεγάλο κτίριο, δίπλα στη θάλασσα. Μπροστά του μια τσιμεντένια εξέδρα... Εκεί μπροστά σταθήκαμε. Πάνω απ’ το βουνό άρχισε να ροδίζει. Όλα ήταν ήρεμα, βυθισμένα στη σιωπή. Όταν φώτισε, φάνηκαν ξαφνικά μπροστά μας, όπως όταν εμφανίζεις φιλμ και η εικόνα προβάλλει αιφνίδια, οι σκηνές. Ώστε, βρισκόμαστε στο Μακρονήσι...».

Στη Μακρόνησο ολοκληρώνει τον κύκλο τραγουδιών “Έρως και Θάνατος” και το συμφωνικό έργο “Ελεγείο και Θρήνος για τον Βασίλη Ζάνο”, που είχε ξεκινήσει να το γράφει από την Ικαρία. «Για το έργο αυτό έχω τις πιο αντίθετες ιδέες. Άλλοτε νομίζω πως έφτιαξα ένα αριστούργημα κι άλλοτε πως έκανα μια αποτυχημένη απόπειρα για κάτι καινούργιο. Γιατί είναι αναμφισβήτητο πως δούλεψα, έχοντας μπροστά μου μια δική μου άγνωστη περιοχή. Έτσι φυλάω την ακρόασή του σαν την πιο βαθιά και μυστική επιθυμία μου —και διόλου δεν βιάζομαι— γιατί θα ‘θελα να μείνω στη μαγεία αυτής της αμφιβολίας για όσον καιρό μπορώ πιο πολύ». Το έργο παρουσιάζεται τρία χρόνια αργότερα από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.

Ο Θεοδωράκης, σχεδόν ανάπηρος πια, απολύεται από τη Μακρόνησο και επιστρέφει στην Αθήνα. «Έτσι βρέθηκα ένα πρωινό μέσα στο καΐκι που θα με περνούσε απέναντι. Στάθηκα όρθιος έτσι που η πλάτη μου να σφραγίζει μια για πάντα το καταραμένο νησί. Το μέτωπο στητό προς Λαύριο. Αν και είχαμε κύμα κι έχανα την ισορροπία μου, είχα αποφασίσει να μην ξανακοιτάξω ποτέ πια το Μακρονήσι». Την επόμενη μέρα ταξιδεύει για την Κρήτη, προσπαθώντας να γιατρέψει τις πληγές του. Είναι η πρώτη φορά που θα δει τον τόπο του. Είναι, μόλις, 24 χρονών...

Γυρνώντας, σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών και αργότερα στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με τη δυτική πρωτοπορία. Αν μπορούμε να πούμε κάτι για τον Θεοδωράκη, είναι ότι κουβάλησε το σώμα της πληγωμένης, αγωνιζόμενης Ελλάδας μέσα σε μια συμφωνία —και τον πόνο της μέσα σε μια μπαλάντα.

Έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα, και μέχρι την τελευταία στιγμή δεν έπαψε να μιλά για τον λαϊκό άνθρωπο, τις αγωνίες και τη δύναμή του. Ο θάνατός του, το 2021 σήμανε όχι απλώς το τέλος μιας εποχής, αλλά την επιβεβαίωση ότι το έργο του ανήκει στο μέλλον.

Ο Μίκης Θεοδωράκης στη Μακρόνησο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στη Μακρόνησο.

Μια μουσική που σιγουρεύει ότι θα “σηκωθεί ο ήλιος πάνω από την Ελλάδα”!

Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη είναι τεράστιο σε όγκο, ποικιλία και νόημα. Από τη λόγια μουσική και τις συμφωνίες, μέχρι τα λαϊκά τραγούδια και τις διεθνείς συνεργασίες, ο Θεοδωράκης δεν σταμάτησε να πειραματίζεται και να απευθύνεται στο κοινό με νέους τρόπους, όπως είναι άλλωστε φυσικό να γίνεται όταν η τέχνη εκφράζει νέες ιδέες.

Ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς στην μουσική πορεία του Μίκη αλλά και συνολικά του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού, είναι η μελοποίηση του “Επιταφίου”. Το 1958 ο Γιάννης Ρίτσος στέλνει στον Μίκη το έργο του, με την παρακάτω αφιέρωση: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τις στήλες του Ολυμπίου Διός».

Διαβάζοντάς το, ο Μίκης, το μελοποιεί με λαϊκή μουσική. «Γιατί άραγε; Καταρχήν, νομίζω, από την ανάγκη να παρακολουθήσω την ίδια διαδικασία με τον Ρίτσο. Καθώς παίρνει τους αρμούς, τα δυνατά στοιχεία από τα μοιρολόγια και τη δημοτική μας ποίηση και όντας πάντοτε ο Ρίτσος, θέλει να είναι συνάμα ο οποιοσδήποτε λαϊκός ποιητής, η οποιαδήποτε χαροκαμένη μάνα, η λαϊκή μούσα».

Η μελοποίηση αυτή  έδωσε τελικά τις απαντήσεις σε ερωτήματα που χρόνια βασάνιζαν τον συνθέτη γύρω από την Τέχνη και την αποστολή της, την ικανότητα να φτάνει στον φυσικό της αποδέκτη, τον λαό. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο, αφού ο Μίκης κατάφερε να φέρει την ποίηση στο τραπέζι του λαού. Ήταν η πρώτη φορά που η λογοτεχνία και το λαϊκό τραγούδι παντρεύτηκαν τόσο οργανικά, δημιουργώντας μια νέα εποχή στην ελληνική μουσική. Ακολούθησαν “Το Άξιον Εστί”, “Οι Γειτονιές του Κόσμου”, “Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού” και δεκάδες ακόμη κύκλοι τραγουδιών που ανέδειξαν την ελληνική ποίηση και έδωσαν φωνή στον λαό.

Να ποια ήταν η άποψη του για την συνάντηση της μουσικής με την ποίηση: «Τώρα δεν είχαμε Τέχνη για τους λίγους και υποκουλτούρα για τους πολλούς. Τώρα δεν είχαμε Λαϊκή Τέχνη χωρίς σύνδεση με τον Λαϊκό Αγώνα και τη ζωντανή νεοελληνική Ποίηση. Είχαμε Τέχνη για τον Λαό. Και όχι για οποιονδήποτε λαό. Αλλά για τον Λαό-ποιητή, τον Λαό-τραγουδιστή, τον Λαό-αγωνιστή».

 

Με τον Μάνο Κατράκη στο 3ο Συνέδριο της ΚΝΕ, 1983.
Με τον Μάνο Κατράκη στο 3ο Συνέδριο της ΚΝΕ, 1983.

Την 21η Ιούλη του 1965 έγινε μια μεγάλη συγκέντρωση στα Προπύλαια, κυρίως από φοιτητές και οικοδόμους, ενάντια στο παλατιανό πραξικόπημα και την αντιλαϊκή πολιτική της Ένωσης Κέντρου. Στην πορεία που ακολούθησε, πραγματοποιήθηκε όργιο καταστολής. Ο απολογισμός είναι αμέτρητοι τραυματίες και ανάμεσά τους ένας νεκρός: Ο 23χρονος φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής και στέλεχος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, Σωτήρης Πέτρουλας.

Η δολοφονία του δεν θα έμενε αναπάντητη κι αυτό ήταν κάτι που το γνώριζαν οι μηχανισμοί του αστικού κράτους, γι’ αυτό και προσπάθησαν να την κουκουλώσουν από την πρώτη στιγμή και να τον θάψουν στα κρυφά. Τότε ο Θεοδωράκης, βουλευτής της ΕΔΑ, μαζί με τους Λαμπράκηδες ψάχνουν τη σορό. Μαθαίνουν πως βρίσκεται στο Γ’ Νεκροταφείο. Ο Μίκης μαζί με τους συγγενείς, τους Λαμπράκηδες και τον λαό της Κοκκινιάς φυλάει το άταφο σώμα του Πέτρουλα και τη μεθεπόμενη εκφωνεί τον επικήδειο. Στην κηδεία τραγουδιέται και το τραγούδι που έγραψε ο Μίκης ανήμερα της δολοφονίας. «Αυτό ήταν κάτι απόλυτα πολιτικό. Δηλαδή η σύνδεση της τέχνης, της ποίησης, της επανάστασης, του θανάτου, όλα μαζί συνδυασμένα».

Κατά τη διάρκεια της Χούντας, η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύτηκε. Ο ίδιος συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ωστόσο, το έργο του ταξίδεψε στο εξωτερικό, έγινε σύμβολο αντίστασης, τραγουδήθηκε από χιλιάδες ανθρώπους που δεν γνώριζαν ελληνικά αλλά αναγνώριζαν το νόημα στον τόνο, στο ρυθμό, στο πάθος.

Μετά τη μεταπολίτευση, ο Θεοδωράκης παρέμεινε ενεργός, συνέθεσε έργα συμφωνικής μουσικής, όπερες, μουσική για τον κινηματογράφο, συνεργάστηκε με διεθνείς καλλιτέχνες, αλλά ποτέ δεν ξέχασε τον απλό λαό —αυτόν που είχε πάντα στον νου του όταν έγραφε.

Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν έκανε μουσική για να διασκεδάσει το κοινό του. Έκανε μουσική για να το αφυπνίσει. Ο ίδιος πίστευε πως ο πολιτισμός είναι δύναμη και μάλιστα δύναμη επικίνδυνη για όσους θέλουν τους απλούς ανθρώπους σιωπηλούς. Η φωνή του λαού απέκτησε τον δικό της ρυθμό και μελωδία μέσα από το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Ποιήματα όπως του Ρίτσου, του Ελύτη, του Σεφέρη, έγιναν τραγούδια-σημαίες. Στη φωνή του Μπιθικώτση, της Φαραντούρη, του Καλογιάννη, η ελληνική ιστορία δεν ήταν πια κάτι αφηρημένο, τραγουδήθηκε από όλο το λαό, έγινε κτήμα του.

Ο αγωνιστής πρέπει να έχει μνήμη. Πρέπει να γνωρίζει από πού έρχεται, ποια είναι η ιστορία του λαού του, τι πλήρωσε και γιατί. Γιατί χωρίς γνώση της Ιστορίας, δεν υπάρχει αγώνας με βάθος, δεν υπάρχει αγώνας με διάρκεια

Με αυτήν την πεποίθηση συνέθετε ο Μίκης και το έργο του τον δικαίωσε, αφού δέθηκε παντοτινά με την ιστορία του 20ου αιώνα, της Ελλάδας αλλά και όλου του κόσμου.

Η τέχνη του ως προϊόν της βαθύτατης κοινωνικής και ιστορικής συνειδητοποίησης που κατείχε ο δημιουργός της δεν ήταν μόνο σκόπιμα προσανατολισμένη στο να εξυμνήσει τις πλατιές λαϊκές ανάγκες και συναισθήματα. Ήταν τέχνη στρατευμένη στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, όπλο για να διεισδύσει στο νου και την καρδιά των πολλών η πεποίθηση πως ο εργαζόμενος λαός μπορεί να αλλάξει την ιστορία του, μπορεί να χτίσει ο ίδιος μια κοινωνία απαλλαγμένη από την ταξική εκμετάλλευση.

Αυτό την καθιστά και σήμερα μια μουσική ζωντανή πέρα από σημείο αναφοράς στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού. Ζωντανή μέχρι να ικανοποιηθεί ο σκοπός της κοινωνικής αλλαγής που εξύμνησε, σκοπός επίκαιρος και αναγκαίος όσο ποτέ σήμερα. Αλλά και διαχρονική αφού κάθε  τέχνη που συντάσσεται με το αληθινό περιεχόμενο της κοινωνικής προόδου σε κάθε ιστορική εποχή αποκτά μία ξεχωριστή θέση στο μεγάλο βιβλίο του ανθρώπινου πολιτισμού.

Από τη συναυλία για τη Γιουγκοσλαβία το 1999.
Από τη συναυλία για τη Γιουγκοσλαβία το 1999.

Ο Μίκης, μεταξύ άλλων, χαρακτηριζόταν και από το στοιχείο του διεθνισμού και της αλληλεγγύης. Στάθηκε στο πλευρό των αγωνιζόμενων λαών του κόσμου ενάντια στη φτώχεια, στην καταπίεση, στις φυλετικές διακρίσεις, στους πολέμους, στην προσφυγιά. Είναι χαρακτηριστικό το ενδιαφέρον του για την Παλαιστίνη —για την οποία συνέθεσε τον εθνικό της ύμνο— αλλά και για την Κούβα, τις ιδιαίτερες σχέσεις με τον Φιντέλ Κάστρο, τις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στον λαό της Κύπρου, το ενδιαφέρον και την προσπάθεια για την ανάπτυξη δεσμών ανάμεσα στον ελληνικό και στον τουρκικό λαό κλπ. Για τη διεθνιστική του δράση τιμήθηκε ως αντιπρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης, ενώ βραβεύτηκε και με το Βραβείο Λένιν από την ΕΣΣΔ. Στις 26 Απρίλη του 1999 με πρωτοβουλία του Μίκη Θεοδωράκη διοργανώνεται η ιστορική συναυλία στην πλατεία Συντάγματος με τη συμμετοχή όλων των μεγάλων Ελλήνων τραγουδιστών ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση και στους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία.

Η μουσική του έσπασε τα σύνορα της χώρας, καθώς η γλώσσα της έχει την οικουμενικότητα από τα κοινά βάσανα, τις ελπίδες, τα οράματα που μοιράζονται όλοι οι λαοί, όλοι οι ταπεινοί της Γης. Και αύριο με τη δική του μουσική θα τραγουδήσουμε μαζί οι λαοί στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στην Κύπρο, στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, παντού στη Γη, στο τραγούδι της Ειρήνης.

Απονομή του Βραβείου
Απονομή του Βραβείου "Λένιν" στη Μόσχα, 1983.

Σύμμαχος στα όνειρα & τις ελπίδες της νεολαίας. Όπλο στην δράση της ΚΝΕ!

Η επαφή με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη δεν είναι ζήτημα, απλά, μουσικού γούστου για τη νεολαία σήμερα. Άλλωστε η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη είναι τόσο ριζωμένη στον τρόπο ζωής και την ελληνική πολιτιστική παράδοση που στον έναν ή τον άλλο βαθμό ο καθένας έχει ακούσει έστω και μία φορά κάποιο τραγούδι του.

Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι αυτό, αλλά να κατανοήσει κανείς πως τα τραγούδια του είναι σύμμαχος και όπλο στον αγώνα για να ζήσει ο λαός και η νεολαία καλύτερα! Σημαντικός παράγοντας για τη συνάντηση κάθε νέου με την ιστορία του εργατικού-λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος. Τη διάδοση των υψηλών ιδανικών για τα οποία παλεύουν οι κομμουνιστές, οι πρωτοπόροι εργαζόμενοι και εργαζόμενες. Την καλλιέργεια του θαυμασμού και της εμπιστοσύνης στην εργατική τάξη που κρατάει στα χέρια της τη δύναμη όλου του κόσμου, αφού εν τέλει με τα ίδια χέρια —με τη δουλειά της— τον δημιουργεί καθημερινά. Δεν είναι τυχαίο, κιόλας, πως αν η κυρίαρχη πολιτιστική παραγωγή προβάλλει την πρωτοπόρα και ριζοσπαστική τέχνη, που έχει κατακτήσει αντικειμενικά και επάξια μία θέση μέσα στη λαϊκή συνείδηση, συχνά την απογυμνώνει από το πραγματικό της περιεχόμενο, τη μετατρέπει σε ένα όμορφο κι όμως στείρο “άνθος”.

Γι’ αυτό και η ΚΝΕ μέσα από την πολύμορφη πολιτική και πολιτιστική της δραστηριότητα και κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα στοχεύει να έρχεται μαζικά η νεολαία, χιλιάδες νέοι και νέες, σε επαφή με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, με την προοδευτική τέχνη συνολικά. Συμβάλλει στην ανάδειξή της στην πραγματική διάσταση που της αναλογεί, ως τέχνης μαχόμενης απέναντι στη σαπίλα του σημερινού συστήματος, μαχόμενης για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Έτσι θα γίνει και στην ιστορική συναυλία που διοργανώνει η ΚΕ του ΚΚΕ μαζί με την οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη στις 25 Ιουνίου στο Καλλιμάρμαρο. Σε αυτή τη συναυλία δεν είναι άδικο να υποθέσει κάνεις πως όποιος νέος έρθει θα βγει “ένα μπόι ψηλότερος”, θα ζήσει μια μοναδική στιγμή που θα τον συντροφεύει στο μέλλον.

Έτσι θα γίνει και στις εκδηλώσεις του 51ου Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή που ξεκινάει το ταξίδι του σε όλη την Ελλάδα. Και φέτος από το Φεστιβάλ δεν θα λείψει η μουσική του Μίκη, αφού κάθε χρόνο στις εκδηλώσεις του αντηχούν από τα μεγάφωνα, από τις σκηνές του, από χιλιάδες στόματα τα τραγούδια του, στοιχείο της ταυτότητας του θεσμού που το ξεχωρίζει από κάθε άλλο πολιτιστικό γεγονός.

Στο “κλείσιμο” αυτού του μικρού αφιερώματος επιλέγουμε τα λόγια με τα οποία διάλεξε ο ίδιος ο δημιουργός να “αποχαιρετήσει” τη ζωή που έζησε απευθυνόμενος στο ΚΚΕ και τον λαό που τόσο αγάπησε:

«Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής.»

Η φυσική παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη μπορεί να λείπει, όμως, η μουσική του —ένα Μεγάλο Μέγεθος— παραμένει πάντα μαζί μας. Με τη μουσική του σιγουρεύει ο δρόμος που διαλέγουμε οι νέοι κομμουνιστές και κομμουνίστριες. Την διαδίδουμε μαζί με τις επαναστατικές μας ιδέες, στον αγώνα μέχρι να αλλάξουμε τον κόσμο!

Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας υποδέχεται τον Μίκη Θεοδωράκη, για τελευταία, όπως έμελλε, φορά στο Φεστιβάλ ΚΝΕ - Οδηγητή το 2017.
Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας υποδέχεται τον Μίκη Θεοδωράκη, για τελευταία, όπως έμελλε, φορά στο Φεστιβάλ ΚΝΕ - Οδηγητή το 2017.

Στο “κλείσιμο” αυτού του μικρού αφιερώματος επιλέγουμε τα λόγια με τα οποία διάλεξε ο ίδιος ο δημιουργός να “αποχαιρετήσει” τη ζωή που έζησε απευθυνόμενος στο ΚΚΕ και τον λαό που τόσο αγάπησε:

«Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής.»

Η φυσική παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη μπορεί να λείπει, όμως, η μουσική του —ένα Μεγάλο Μέγεθος— παραμένει πάντα μαζί μας. Με τη μουσική του σιγουρεύει ο δρόμος που διαλέγουμε οι νέοι κομμουνιστές και κομμουνίστριες. Την διαδίδουμε μαζί με τις επαναστατικές μας ιδέες, στον αγώνα μέχρι να αλλάξουμε τον κόσμο!