Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο κομμουνιστής ποιητής Κώστας Βάρναλης:“Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης κι ώριμο τέκνο της Οργής…”

Πέμ, Δεκ 16, 2021
Thumb_Politismos_Barnalis

«Της ζωής μου τα δυο μεγάλα σφάλματα τα πλέρωνα εβδομήντα χρόνια. Πρώτο: ζητούσα την αλήθεια σ’ ό,τι μάθαινα· και δεύτερο: την έλεγα στα πλήθη». Έτσι έγραψε σ’ ένα από τα τελευταία του ποιήματα (“Ακροτελεύτιον”) ο επαναστάτης ποιητής Κώστας Βάρναλης κι έτσι έπραξε... Με αφορμή τη σημερινή μέρα, που συμπληρώνονται 47 χρόνια από το θάνατο του, επαναδημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα από αφιέρωμα του "Οδηγητή" το 2019, όχι μόνο ως “χρέος” στον ποιητή, στον οποίο ο “Οδηγητής” χρωστά το όνομά του μα και ως “απάντηση” στην προτροπή του μεγάλου δασκάλου Δημήτρη Γληνού: «Ας δοθούνε πλατιά στους προλετάριους οι στίχοι του και οι στοχασμοί του, που πρέπει να γίνουν χτήμα τους. Να αστράφτουνε μέσα σε κάθε νου, να τους ξέρει κάθε στόμα…», όπως γάψαμε και τότε.

Ποιητής των πικραμένων, των φουρκισμένων, των “αβόλευτων”…

Ποιος ήταν, όμως, ο Κώστας Βάρναλης; Από πού εμπνεύστηκε το έργο του; Πώς εξελίχθηκε σ’ έναν από τους κορυφαίους ποιητές του 20ου αιώνα; Ο Μενέλαος Λουντέμης, ο “πανανθρώπινος” λογοτέχνης, που με τη δύναμη της γραφής του συνεχίζει να ακουμπά τις
καρδιές μας μέχρι σήμερα, μας αποκαλύπτει για τον επιστήθιο φίλο του Κώστα Βάρναλη: «Διάβασα κάπου ότι ως και τα ξεκινήματα του Βάρναλη δεν ήταν απ’ τα συνηθισμένα, ήταν κι αυτά πρωτότυπα. Πήρε την ποίηση λέει για παιχνίδι, ήταν δα από έφηβος “πειραχτήριο”. Πολύ αργότερα… έγινε ο κοινωνικός “ταραξίας” που άρχιζε ν’ απασχολεί πια και τις Αστυνομίες. Το πρώτο του ψευδώνυμο ήταν… Δήμος Τανάλιας. Σαν του το θύμισα κάποτε ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. - Σώπα… μου λέει. Για να ξέρεις γλύτωσα από χειρότερα…. Στην αρχή ήθελα να το κάνω Σφύρος Δρεπάνης. Αλλά πρόφτασε ένας βλάμης και μου είπε: Κάντο “Τανάλιας” και σώθηκα. Δηλαδή τι σώθηκα… (…) Η ποίηση του Βάρναλη δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε απ’ την αρχή μπαρούτι. (…) Ποιητής καθάριος, λαϊκός. Ποιητής των πικραμένων, των φουρκισμένων, των “αβόλευτων”, είναι ο Βάρναλης. Ένας ποιητής που -για πρώτη φορά στην ιστορία της ποίησής μας- απαγγέλθηκε από εργατικά χείλη, μπήκε στις φτωχογειτονιές, κατέβηκε στα υπόγεια ταβερνάκια…».
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική καταστροφή, αλλά κυρίως η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση επέδρασαν καταλυτικά στο έργο του Κώστα Βάρναλη. Η επαφή του με την μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία, τις κομ-
μουνιστικές αξίες και ιδανικά ήταν καθοριστική. Είδε τον κόσμο με την προοπτική η εργατική τάξη «ν’ ανανεώσει την ανθρωπότητα και να την οδηγήσει από τους σκοτεινούς αιώνες της “προϊστορίας” της στην αληθινή της ιστορία». Με άλλα λόγια να συντρίψει το σύστημα
της εκμετάλλευσης και της αδικίας και να οικοδομήσει την κοινωνία της πραγματικής ελευθερίας, της ζωής με δικαιώματα, τον σοσιαλισμό.

"Ο Οδηγητής", Ποίηση: Κώστας Βάρναλης, Μουσική: Χρήστος Λεοντής

Ο Βάρναλης έγινε ο πρώτος Έλληνας ποιητής που κατέβασε την ποίηση από τους “σιντεφένιους πύργους” και την έκανε εμβατήριο εφόδου της επανάστασης, κουβέντα με τον λαό και τη νεολαία, με την ιστορία τους, την εποχή τους και την προοπτική τους… Ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του Κ. Βάρναλη είναι ο “Οδηγητής”. Γράφει ο Δ. Γληνός στους “Νέους Πρωτοπόρους” για τον “Οδηγητή”: «Έρχεται η Επανάσταση, ο λυτρωμός. Και ανάμεσα στις φωνές, που ζυγώνουνε ρυθμικά, ξεχωρίζει μπροστά, μια πιο βαριά, πιο δυνατή, είναι η φωνή του οδηγητή. Ο Οδηγητής δεν είναι κανένας Μεσσίας, που στάλθηκε από τους Ουρανούς, για να λυτρώσει τους ανθρώπους, δεν είναι παιδί του Μυστηρίου ή της Τύχης, είναι η συνείδηση του ίδιου του λαού, που ξύπνησε και ξεκίνησε ορμητικά για τον τελειωτικό αγώνα. Είναι η πρωτοπορία της μάζας, που μάχεται και γκρεμίζει το σάπιο κόσμο για να πλαστουργήσει τη Νέα Ζωή…». Ο ίδιος ο ποιητής σε γράμμα του δηλώνει ότι ο “Οδηγητής” είναι ο ίδιος ο Λένιν! Στο πρόσωπό του συμβολίζεται η καταλυτική δύναμη του λαού - δημιουργού της ιστορίας...

Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
(…)
Δε δίνω λέξεις παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·
καθώς το μπήγω μες στο χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.

Ένας δεν είμαι μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί-
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μιαν αράδα σκοτεινή.

Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
Το ’να βασίλειο της Δουλειάς,
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.