Μια επίκαιρη συζήτηση: Πρέπει, τελικά, να συνδέονται τα πανεπιστήμια με τις ανάγκες της οικονομίας;

Δευ, Μαρ 1, 2021
Thumb_Foitites_Epikairi_Erotisi_Syndesi

Με αφορμή την καθιέρωση ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα πανεπιστήμια, ακούσαμε πάλι ότι «δεν μπορεί να υπάρχει εκπαιδευτικό ίδρυμα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας» και ότι «πρέπει να δούμε καλύτερα τη σύνδεση αυτών των τμημάτων με τις ανάγκες της οικονομίας σε κάθε περιοχή». Είναι, τελικά, έτσι; Τι είναι αυτό που καθορίζει το «άνοιγμα» και το «κλείσιμο» τμημάτων κάθε φορά και πώς γίνεται οι ίδιοι που διαμορφώνουν τον χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης, μετά από λίγο να τον αποκηρύσσουν;

 

Συζητήσαμε για το θέμα με την Κέλλυ Παπαϊωάννου, μέλος του Τμήματος Παιδείας και Έρευνας της ΚΕ του ΚΚΕ.

 

«Οδηγητής»: Δεν θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι λογικό να δημιουργηθούν ή να αναδιαμορφωθούν τμήματα με βάση τις εξελίξεις σε κάθε επιστημονικό κλάδο ή με βάση το σε ποιους τομείς υπάρχει τώρα απορρόφηση των αποφοίτων;

Κέλλυ Παπαϊωάννου: Κατ’ αρχάς, υπάρχει ένα αντικειμενικό στοιχείο σε αυτήν τη διαδικασία, δηλαδή ανταποκρίνεται στον ίδιο το χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης, και στον τρόπο που αυτή αναπαράγεται μέσω της διδασκαλίας στα ΑΕΙ και εμπλουτίζεται, εξελίσσεται, διευρύνεται κυρίως μέσω της έρευνας στα ΑΕΙ. Φυσικά, ακόμα και στον καπιταλισμό, όπου αυτή η διαδικασία εκ των πραγμάτων συνθλίβεται κάτω από την πίεση της σύνδεσης με την αγορά και την επιχειρηματικότητα, η ίδια η κατανομή, η δομή και το περιεχόμενο σπουδών των πανεπιστημιακών Τμημάτων ως ένα βαθμό την παρακολουθεί, και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Άλλωστε διευρυμένη εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή έχουμε και στο πλαίσιο του καπιταλισμού και γι’ αυτό, είναι στόχος για τις αστικές κυβερνήσεις να αντιστοιχίζουν τις πανεπιστημιακές σπουδές με τις εξελίξεις σε κάθε επιστημονικό κλάδο.

Ποιο είναι το πρόβλημα όμως σε ένα εκμεταλλευτικό σύστημα που στηρίζεται στο κέρδος; Ότι αυτή η αντικειμενική διαδικασία στρεβλώνεται, φρενάρει, αντιστρέφεται, γιατί προτεραιότητα έχει η άμεση και μεγαλύτερη κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Πρακτικά και στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι τα πανεπιστημιακά Τμήματα, τελικά, υποτάσσονται στους νόμους της αγοράς κατά προτεραιότητα και όχι στους νόμους της επιστήμης.

Τα τελευταία ειδικά χρόνια αυτή η διαδικασία έχει επιταχυνθεί. Από το 2001, με τις περίφημες τότε «ανωτατοποιήσεις» των ΤΕΙ επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, με τις πιο πρόσφατες «πανεπιστημιοποιήσεις» του νόμου Γαβρόγλου (ΣΥΡΙΖΑ) και τις αλλαγές που μεθοδεύονται τώρα με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής του νόμου Κεραμέως έχουμε δει πανεπιστημιακά Τμήματα να κλείνουν, να συγχωνεύονται, να μεταφέρονται, να αλλάζουν τίτλο, να αλλάζουν δομή, περιεχόμενο και πρόγραμμα σπουδών. Πρόκειται για αλλαγές που σε καμιά περίπτωση δεν αντανακλούν τη νομοτελειακή εξέλιξη των επιστημών. Αντίθετα, γίνονται με γνώμονα το πού επικεντρώνει κάθε φορά το κεφάλαιο σε κάθε κλάδο και κάθε γεωγραφική περιφέρεια, τί θα του αποφέρει πιο άμεσο/μεσοπρόθεσμο και μεγάλο κέρδος. Αυτό σημαίνει στην πράξη «σύνδεση με την αγορά» και αποβαίνει μοιραίο πρώτα και κύρια για τους φοιτητές, που αντιμετωπίζονται ως πελατεία, αλλά τελικά και για την ίδια την επιστήμη στο σύνολό της.

Δείτε για παράδειγμα τι γίνεται με τις αποκαλούμενες «ανθρωπιστικές σπουδές». Στην πλειοψηφία τους, πρόκειται για αντικείμενα που δεν συνδέονται με πλευρές της καινοτομίας, δηλαδή με την άμεση εφαρμογή της τεχνολογίας στην παραγωγή και οικονομία, την καπιταλιστική εν προκειμένω. Τα αντίστοιχα Τμήματα είναι συνήθως τα πιο ευάλωτα για το λόγο αυτό, είναι αυτά που πρώτα κινδυνεύουν να κλείσουν, να συγχωνευθούν, να αλλάξουν περιεχόμενο, με συνέπειες όμως στο σύνολο της επιστημονικής γνώσης, καθώς, λόγω της διεπιστημονικότητας, τροφοδοτούν άλλα επιστημονικά αντικείμενα, αποτελούν δομικό στοιχείο αυτού που θα αποκαλούσαμε επιστημονική γνώση και αλήθεια, γνώση του κόσμου και των νομοτελειών κίνησής του.

Άλλο παράδειγμα: Σήμερα με τη σύνδεση αξιολόγησης-χρηματοδότησης, τα Τμήματα που είναι ήδη υποβαθμισμένα, χωρίς διδάσκοντες και αίθουσες, οδηγούνται κυριολεκτικά σε κλείσιμο. Αυτή είναι επίσης μια διαδικασία που δεν αντανακλά βέβαια εξελίξεις σε επιστημονικά αντικείμενα και αντίστοιχη προσαρμογή Τμημάτων. Αυτό που αντανακλά είναι η πολιτική του σταδιακού μαρασμού, της μεγαλύτερης περικοπής σε δαπάνες, σε στελέχωση, των Τμημάτων εκείνων που δεν έχουν ζήτηση στην αγορά.

 

«Ο»: Μέσα από αυτή τη διαδικασία δεν θα μπορούσε τουλάχιστον να βελτιωθεί το ποσοστό απορρόφησης αποφοίτων από την αγορά εργασίας;

Κ.Π.: Ας πάρουμε το παράδειγμα των πεδίων που σχετίζονται με καινοτόμες εφαρμογές της τεχνολογίας και της επιστήμης, των οποίων η εναλλαγή είναι μεγάλη και γρήγορη. Σε αυτά τα πεδία ειδικά το εργατικό δυναμικό, και το υψηλά ειδικευμένο όπως είναι οι απόφοιτοι πανεπιστημίων, απαξιώνεται πιο γρήγορα. Εκεί ακριβώς έγκειται και η δική τους διαπίστωση ότι ενώ έχουμε, σαν χώρα, ειδικευμένο προσωπικό, αυτό δεν ανταποκρίνεται στα προσόντα και στις δεξιότητες που θέλει η αγορά. Θέλουν, λοιπόν, μεγαλύτερη ευελιξία στις σπουδές, για να έχουν ένα δυναμικό ευκίνητο, προσαρμόσιμο ανάλογα με τις ορέξεις κάθε φορά του κεφαλαίου.

Λένε: «Τι ζητά σήμερα η αγορά; Θέλει για παράδειγμα Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και Πράσινη Ανάπτυξη, γιατί εκεί υπάρχουν μεγάλα περιθώρια κερδοφορίας; Άρα κατευθύνουμε τις σπουδές προς τα κει». Έτσι βλέπουμε πολυτεχνικές σχολές με βασικά αντικείμενα όπως οι Χημικοί Μηχανικοί, οι Μηχανολόγοι, να αλλάζουν κατ’ αναλογία τα προγράμματα σπουδών τους για να ακολουθήσουν τα ζητούμενα της αγοράς. Τι γίνεται όμως όταν ένα αποσπασματικό πεδίο της παραγωγής ξεπερνιέται, όταν η έμφαση δίνεται πλέον αλλού; Πάλι αλλαγές στα προγράμματα και στο περιεχόμενο, πάλι στρατιές ανέργων και ετεροαπασχολούμενων. Και όλα αυτά επιταχύνονται με τις κρίσεις, επιταχύνονται σήμερα και στο έδαφος της πανδημίας, που αξιοποιείται ως όχημα για να περνούν σειρά αντιδραστικών, αντιλαϊκών και αντι-μορφωτικών μέτρων.

Το ερώτημα, λοιπόν, «πώς θα μπορούσε η εξέλιξη των πανεπιστημιακών Τμημάτων να παρακολουθεί τις πραγματικές ανάγκες της παραγωγής και της κοινωνίας και να μην αναπαράγει την ανεργία» είναι στην ουσία ερώτημα για το τι ανάπτυξη θέλουμε. Ανάπτυξη με γνώμονα το κέρδος ή τις πραγματικές, σύγχρονες λαϊκές ανάγκες;

 

«Ο»: Σε ποια κατάσταση βρίσκονται σήμερα τα περισσότερα περιφερειακά τμήματα όσον αφορά στο προσωπικό, τις υποδομές, τη φοιτητική μέριμνα;

Κ.Π.: Τα περιφερειακά έχουν περάσει από σαράντα κύματα. Ολόκληρα Ιδρύματα έχουν αλλάξει έδρες, κατεύθυνση, δομή και περιεχόμενο σπουδών. Κάθε αστική κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια κυριολεκτικά πειραματίζεται με τον αποκαλούμενο «χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης» και πληρώνουν βέβαια αυτούς τους πειραματισμούς ειδικά οι φοιτητές, οι διδάσκοντες και εργαζόμενοι των «περιφερειακών» Ιδρυμάτων. Τα προβλήματά τους όμως είναι συσσωρευμένα και πάνε αρκετά πίσω.

Πρόκειται για Ιδρύματα που λειτουργούν με τεράστιες ελλείψεις κατ’ αρχάς σε διδακτικό προσωπικό. Οι διδάσκοντες, λίγοι και κυρίως ωρομίσθιοι, είναι συνήθως «περιοδεύων θίασος», καθώς αντικειμενικά μένουν στα αστικά κέντρα και επισκέπτονται τα περιφερειακά Ιδρύματα μόνο τις μέρες και ώρες του μαθήματος. Αυτό δυσχεραίνει εκ των πραγμάτων τη διδασκαλία και έρευνα, την επαφή και ουσιαστική βοήθεια των φοιτητών, παρ’ όλο που οι διδάσκοντες μπορεί να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.

Επιπλέον, είναι τα Ιδρύματα που έχουν τις σοβαρότερες ελλείψεις σε υποδομές και δομές φοιτητικής μέριμνας. Το Τμήμα Ηλεκτρολόγων στην Κοζάνη κάνει μάθημα σε παλιό supermarket, στο Αιγαίο τα περισσότερα Τμήματα κάνουν μάθημα σε ενοικιαζόμενα κτήρια, ακατάλληλα για διδασκαλία, για εργαστηριακό εξοπλισμό. Οι φοιτητικές εστίες στην περιφέρεια ειδικότερα είναι ελλιπέστατες -όπου υπάρχουν- και ασυντήρητες. Οι εστιακοί φοιτητές πετιούνται κυριολεκτικά έξω τα καλοκαίρι ή υποχρεώνονται να πληρώνουν νοίκια για τους θερινούς μήνες. Τα κτίρια έχουν κριθεί ακατάλληλα και αυτό, με τις αυξημένες υγειονομικές απαιτήσεις σήμερα, καθιστά τις περισσότερες από τις εστίες της περιφέρειας -και όχι μόνο- πραγματικά επικίνδυνες. Βλέπουμε λοιπόν ότι τα προβλήματα των περιφερειακών Ιδρυμάτων δεν θα ξεκινήσουν σήμερα, με την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο λειτουργίας, η υποβάθμιση των σπουδών είναι δεδομένη.

 

«Ο»: Πολλές φορές ακούμε και για αυτά τα ιδρύματα ότι μπορεί να είναι «απομακρυσμένα» παράγουν όμως ένα αξιόλογο έργο. Ταυτόχρονα όμως αναπαράγεται ότι είναι και τμήματα που εισάγεται κάποιος με βαθμούς κάτω από τη βάση. Εξηγήστε μας λίγο αυτήν την αντίφαση...

Κ.Π.: Δεν είναι αντίφαση στην πραγματικότητα. Οι επιδόσεις των περιφερειακών Ιδρυμάτων, όπως και των κεντρικών, μετριούνται από τις αστικές κυβερνήσεις με άλλους όρους, με τα κριτήρια της αγοράς. Με αυτά τα κριτήρια, υπάρχουν περιφερειακά Τμήματα που όντως έχουν καλές επιδόσεις, που είναι στενά συνδεδεμένα με τα τις μεγάλες επιχειρήσεις κάθε περιφέρειας, με αντάλλαγμα βέβαια να προσαρμόζονται συνεχώς στα δεδομένα και ζητούμενά τους. Υπάρχουν και άλλα που μέσα στον κυκεώνα των εξελίξεων, και έχοντας στο παρελθόν κινδυνέψει να κλείσουν, φιλοδοξούν να συμπλεύσουν με επιχειρήσεις πιο οργανικά, για να εξασφαλίσουν την ίδια τους την ύπαρξη και βιωσιμότητα.

Έτσι, για παράδειγμα, βλέπουμε στην Κοζάνη τα Τμήματα Μηχανικών να προσαρμόζονται στα επιχειρηματικά σχέδια απολιγνιτοποίησης της περιοχής, μέσα από την έρευνά τους, τα μεταπτυχιακά τους, το ίδιο το περιεχόμενο των σπουδών. Και οι περισσότεροι δεν αναρωτούνται βέβαια, είναι όντως επιστημονικά τεκμηριωμένη η απολιγνιτοποίηση; Μπορεί μια επιστημονική μελέτη, μια έρευνα να υποστηρίξει το αντίθετο; Αυτό θα σημάνει ταυτόχρονα την υποβάθμιση του Τμήματος στην προτίμηση των μεγάλων επιχειρήσεων που εμπλέκονται στα σχέδια απολιγνιτοποίησης, στα οποία παίζουν εκατομμύρια. Τέλος, θα συμπαρασύρει την αρνητική αξιολόγηση του Τμήματος, μετά την περικοπή της κρατικής χρηματοδότησης, η ιδιωτική χρηματοδότηση θα είναι ήδη μηδαμινή. Να πώς η σύνδεση με την επιχειρηματικότητα είναι αυτή που τελικά κλείνει και όχι ανοίγει και εγγυάται την ύπαρξη ενός Τμήματος.

Τώρα για τη βάση εισαγωγής, η εισαγωγή με 2 και 3 είναι καθαρά δημιούργημά τους. Είναι αποτέλεσμα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν υπάρχει παιδί σήμερα, με την εξέλιξη της ίδιας της παιδαγωγικής, της ψυχολογίας και της Ιατρικής ακόμα, που «δεν παίρνει τα γράμματα». Το πρόβλημα όμως είναι ότι δε χρειάζονται πλέον τόσους επιστήμονες υψηλών προσόντων. Χρειάζονται αντίθετα νέους με δεξιότητες, με λιγότερα ακαδημαϊκά προσόντα αλλά μεγαλύτερη επαγγελματική ευελιξία, πιο στοχευμένη στα ζητούμενα των επιχειρήσεων. Οι κόφτες που μπαίνουν έχουν καθαρά ταξικό πρόσημο. Βλάπτουν πρώτα και κύρια τα παιδιά από φτωχά μορφωτικά περιβάλλοντα, που δεν μπορούν να πληρώσουν φροντιστήρια.

 

«Ο»: Κλείνοντας, σε ποιον άξονα θα πρέπει, με βάση τα παραπάνω, να συμβάλουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ ώστε να οργανωθεί η διεκδίκηση για ουσιαστική αναβάθμιση των σπουδών σε αυτά τα τμήματα;

Κ.Π.: Όπως είπαμε, υπάρχει αντικειμενικά σύνδεση των Ιδρυμάτων με την οικονομία η οποία μεταφράζεται και σε επίπεδο γεωγραφικό, συνδέεται με τις εγγενείς δυνατότητες, τους πόρους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής. Αυτού του τύπου η σύνδεση είναι αναπόφευκτη και με την εξασφάλιση του εξοβελισμού του κέρδους από τη μέση, σε μια άλλη κοινωνία δηλαδή, μπορεί να δώσει τεράστια ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και γεωγραφικά, στους αντίστοιχους επίσης επιστημονικούς κλάδους. Σε μια άλλη κατεύθυνση, άλλο χαρακτήρα της οικονομίας, θα έπρεπε γύρω από τη δραστηριότητα της κάθε περιφέρειας, για παράδειγμα στην Κοζάνη ή στη Μεγαλόπολη ακόμα, να αναπτυχθεί ένα δίκτυο επιστημών και έρευνας που θα στηρίζει και με όρους καινοτομίας, με νέες εφαρμογές και βασική έρευνα, τον αντίστοιχο κλάδο αυτό, βάζοντας ως βασική παράμετρο την ανάπτυξη της επιστήμης, την αλήθεια της και τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες.

Με αυτό ως δεδομένο, η δράση μας στα περιφερειακά Τμήματα πρέπει να κινείται σε δύο παράλληλους άξονες: Αφενός, να αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη να ενισχυθούν τα Τμήματα με υποδομές, μόνιμο προσωπικό με σταθερή και αποκλειστική σχέση εργασίας, υποδομές φοιτητικής μέριμνας. Επιπλέον όμως, πρέπει να αναδεικνύουμε ζητήματα που έχουν να κάνουν με το ίδιο τον προσανατολισμό των σπουδών, το πώς αυτές θα ανοίγουν δρόμο και ως προς το περιεχόμενο, ώστε να συνειδητοποιούνται οι πραγματικές δυνατότητες της κάθε επιστήμης, ο πραγματικός ορίζοντας κάθε επιστημονικού αντικειμένου, όταν απαλλάσσεται αυτό από τις σκιές, τα βάρη και τα σκοτάδια που επιβάλει το κέρδος.